Anonymous

πλεονασμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλεονασμός''': ὁ, τὸ πλεονάζειν, περισσεύειν, [[περίσσευμα]], τὸ πλέον τοῦ δέοντος, τῶν μερῶν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 14, πλεονασμοὶ λαλιᾶς Πλούτ. 2. 650F· ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΕ΄, 37, κτλ.), [[τόκος]]. β) παρὰ τοῖς Γραμμ., ἡ [[χρῆσις]] περιττῶν λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 264. ΙΙ. μεγαλοποίησις, [[ὑπερβολή]], Πολύβ. 12. 24, 1, κτλ.
|lstext='''πλεονασμός''': ὁ, τὸ πλεονάζειν, περισσεύειν, [[περίσσευμα]], τὸ πλέον τοῦ δέοντος, τῶν μερῶν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 14, πλεονασμοὶ λαλιᾶς Πλούτ. 2. 650F· ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΕ΄, 37, κτλ.), [[τόκος]]. β) παρὰ τοῖς Γραμμ., ἡ [[χρῆσις]] περιττῶν λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 264. ΙΙ. μεγαλοποίησις, [[ὑπερβολή]], Πολύβ. 12. 24, 1, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />surabondance, excès.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονάζω]].
}}
}}