3,277,218
edits
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐδαίμων''': εὔδαιμον, ὁ εὖ τὸν δαίμονα διακείμενον ἔχων: [[ἐντεῦθεν]], [[εὐτυχής]], [[μακάριος]], Λατ. fetix, [[τάων]] [[εὐδαίμων]] τε καὶ [[ὄλβιος]] ὃς τάδε πάντα εἰδὼς ἐργάζηται [[ἀναίτιος]] ἀθανάτοισιν, τούτων [[ὅστις]] [[ταῦτα]] πάντα εἰδὼς ἐργάζηται, μὴ δυσαρεστῶν τοὺς θεούς, [[οὗτος]] [[εἶναι]] [[εὐδαίμων]] καὶ [[ὄλβιος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 824· εὐδ. καὶ [[ὄλβιος]] Θέογν. 1007· καὶ παρὰ Τραγ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 647, Πέρσ. 768, Σοφ. Ἀντ. 582· μακάριός τε καὶ εὐδ. Πλάτ. Πολ. 354Α· [[μετὰ]] γεν., εὐτυχὴς ἔν τινι ἢ διά τι, Ἡσ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Φαίδ. 58Ε: [[ὡσαύτως]] εἰρωνικῶς, εὐδ. εἶ, ὅτι οἴει... Πλάτ. Πολ. 422Ε· τὸ εὔδαιμον = [[εὐδαιμονία]], Θουκ. 2. 43. ― Ἐπίρρ. -[[μόνως]] Εὐρ. Ὀρ. 601, Ἀριστοφ. Πλ. 802, κλ. ― Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. -έστερον. -έστατα Πλάτ. Νόμ. 734D, 710Β. 2) ἰδίως ἐπὶ ἐξωτερικῆς εὐτυχίας, ὁ εὐημερῶν, ὁ [[πλούσιος]], οἱ εὐδαίμονες αὐτῶν Ἡρόδ. 1. 133, πρβλ. 196., 5. 8, Πινδ. Π. 10. 34, Θουκ. 1. 6, κλ.· ἐν πολλοῖς χρήμασιν εὐδαίμονες ὄντες Λυσ. 903. 11· οἱ πλούσιοι καὶ εὐδ. Πλάτ. Πολ. 406C, πρβλ. Πρωτ. 316Β: ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τόπων, αἱ [[Ἀθῆναι]] μεγάλαι τε καὶ εὐδαίμονες Ἡρόδ. 8. 111· Εὐβοίῃ, νήσῳ μεγάλῃ τε καὶ εὐδ. ὁ αὐτ. 5. 31· Κυράνα Πινδ. Π. 4. 491, κτλ. ― Ἂν καὶ [[πάντοτε]] ἐμπερικλείει τὴν ἔννοιαν καλῆς τύχης, [[ὅμως]] ἐν Εὐρ. μηδ. 1230 ἀντιτίθεται πρὸς τὸ [[εὐτυχής]], ὄλβου δ᾿ ἐπιρρυέντος εὐτυχέστερος ἄλλου γένοιτ᾿ ἂν [[ἄλλος]], [[εὐδαίμων]] δ᾿ ἂν οὔ· συνήθως [[ὅμως]] ἀμφότεραι αἱ ἔννοιαι στενῶς σχετίζονται, [[εὐτυχία]] καὶ [[εὐδαιμονία]], [[ὄλβος]] καὶ [[εὐημερία]], ἴδε πρὸ πάντων Πλάτ. Πολ. 354Α, 580C, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 8, 4, κἑξ, 7. 13, 2, κἑξ., Πολιτικ. 8. 5, 10. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 157 κἑξ. | |lstext='''εὐδαίμων''': εὔδαιμον, ὁ εὖ τὸν δαίμονα διακείμενον ἔχων: [[ἐντεῦθεν]], [[εὐτυχής]], [[μακάριος]], Λατ. fetix, [[τάων]] [[εὐδαίμων]] τε καὶ [[ὄλβιος]] ὃς τάδε πάντα εἰδὼς ἐργάζηται [[ἀναίτιος]] ἀθανάτοισιν, τούτων [[ὅστις]] [[ταῦτα]] πάντα εἰδὼς ἐργάζηται, μὴ δυσαρεστῶν τοὺς θεούς, [[οὗτος]] [[εἶναι]] [[εὐδαίμων]] καὶ [[ὄλβιος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 824· εὐδ. καὶ [[ὄλβιος]] Θέογν. 1007· καὶ παρὰ Τραγ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 647, Πέρσ. 768, Σοφ. Ἀντ. 582· μακάριός τε καὶ εὐδ. Πλάτ. Πολ. 354Α· [[μετὰ]] γεν., εὐτυχὴς ἔν τινι ἢ διά τι, Ἡσ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Φαίδ. 58Ε: [[ὡσαύτως]] εἰρωνικῶς, εὐδ. εἶ, ὅτι οἴει... Πλάτ. Πολ. 422Ε· τὸ εὔδαιμον = [[εὐδαιμονία]], Θουκ. 2. 43. ― Ἐπίρρ. -[[μόνως]] Εὐρ. Ὀρ. 601, Ἀριστοφ. Πλ. 802, κλ. ― Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. -έστερον. -έστατα Πλάτ. Νόμ. 734D, 710Β. 2) ἰδίως ἐπὶ ἐξωτερικῆς εὐτυχίας, ὁ εὐημερῶν, ὁ [[πλούσιος]], οἱ εὐδαίμονες αὐτῶν Ἡρόδ. 1. 133, πρβλ. 196., 5. 8, Πινδ. Π. 10. 34, Θουκ. 1. 6, κλ.· ἐν πολλοῖς χρήμασιν εὐδαίμονες ὄντες Λυσ. 903. 11· οἱ πλούσιοι καὶ εὐδ. Πλάτ. Πολ. 406C, πρβλ. Πρωτ. 316Β: ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τόπων, αἱ [[Ἀθῆναι]] μεγάλαι τε καὶ εὐδαίμονες Ἡρόδ. 8. 111· Εὐβοίῃ, νήσῳ μεγάλῃ τε καὶ εὐδ. ὁ αὐτ. 5. 31· Κυράνα Πινδ. Π. 4. 491, κτλ. ― Ἂν καὶ [[πάντοτε]] ἐμπερικλείει τὴν ἔννοιαν καλῆς τύχης, [[ὅμως]] ἐν Εὐρ. μηδ. 1230 ἀντιτίθεται πρὸς τὸ [[εὐτυχής]], ὄλβου δ᾿ ἐπιρρυέντος εὐτυχέστερος ἄλλου γένοιτ᾿ ἂν [[ἄλλος]], [[εὐδαίμων]] δ᾿ ἂν οὔ· συνήθως [[ὅμως]] ἀμφότεραι αἱ ἔννοιαι στενῶς σχετίζονται, [[εὐτυχία]] καὶ [[εὐδαιμονία]], [[ὄλβος]] καὶ [[εὐημερία]], ἴδε πρὸ πάντων Πλάτ. Πολ. 354Α, 580C, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 8, 4, κἑξ, 7. 13, 2, κἑξ., Πολιτικ. 8. 5, 10. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 157 κἑξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> heureux, fortuné ; τὸ εὔδαιμον THC le bonheur;<br /><b>2</b> riche, opulent;<br /><i>Cp.</i> εὐδαιμονέστερος, <i>Sp.</i> εὐδαιμονέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δαίμων]]. | |||
}} | }} |