Anonymous

ὁμόρροθος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόρροθος''': -ον, [[κυρίως]] ὁ [[ὁμοῦ]] κωπηλατῶν· [[ὅθεν]], ὁ πλησίον ἑτέρου ὤν, ὁ συγχρόνως τι πράττων, στείχοντες ὁμόρροθοι Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3. 5· - [[οὕτως]], ὁμορρίθιος, ον, Ἀνθ. Π. 7. 374.
|lstext='''ὁμόρροθος''': -ον, [[κυρίως]] ὁ [[ὁμοῦ]] κωπηλατῶν· [[ὅθεν]], ὁ πλησίον ἑτέρου ὤν, ὁ συγχρόνως τι πράττων, στείχοντες ὁμόρροθοι Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3. 5· - [[οὕτως]], ὁμορρίθιος, ον, Ἀνθ. Π. 7. 374.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fait du bruit en même temps, <i>particul.</i> qui rame en même temps ; <i>fig.</i> qui agit de concert, qui est d’accord.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμοῦ]], [[ῥοθέω]].
}}
}}