Anonymous

ἀντιμεθίστημι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιμεθίστημι''': μέλλ. -μεταστήσω, μετακινῶ ἀπὸ ἑνὸς μέρους εἰς ἕτερον, [[ἀνατρέπω]], ψηφίσματα καὶ νόμον ζητοῦσ’ ἀντιμεθιστάναι Ἀριστοφ. Θεσμ. 362. ΙΙ. παθ., [[μετὰ]] ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., [[μεταβαίνω]] ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸ ἕτερον [[μέρος]], ἀντιμεθισταμένων ἀλλήλοις τοῦ τε ἀέρος καὶ ὕδατος Ἀριστ. Φυσ. 4. 2. 4, πρβλ. 4. 4, 13, Μετεωρ. 2. 8, 27· πρβλ. ἀντιπεριίστημι 1. 2: ― [[μεταβαίνω]] εἰς τὸ ἕτερον [[μέρος]], Λουκ. Δημ. Ἐγκ. 37.
|lstext='''ἀντιμεθίστημι''': μέλλ. -μεταστήσω, μετακινῶ ἀπὸ ἑνὸς μέρους εἰς ἕτερον, [[ἀνατρέπω]], ψηφίσματα καὶ νόμον ζητοῦσ’ ἀντιμεθιστάναι Ἀριστοφ. Θεσμ. 362. ΙΙ. παθ., [[μετὰ]] ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., [[μεταβαίνω]] ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸ ἕτερον [[μέρος]], ἀντιμεθισταμένων ἀλλήλοις τοῦ τε ἀέρος καὶ ὕδατος Ἀριστ. Φυσ. 4. 2. 4, πρβλ. 4. 4, 13, Μετεωρ. 2. 8, 27· πρβλ. ἀντιπεριίστημι 1. 2: ― [[μεταβαίνω]] εἰς τὸ ἕτερον [[μέρος]], Λουκ. Δημ. Ἐγκ. 37.
}}
{{bailly
|btext=transporter d’un côté à un autre, bouleverser;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀντιμεθίσταμαι;<br /><b>1</b> se transporter d’un autre côté;<br /><b>2</b> changer de place mutuellement, prendre la place l’un de l’autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[μεθίστημι]].
}}
}}