Anonymous

προεξεπίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προεξεπίστᾰμαι''': συνῃρ. προὐξ-, ἀποθ., [[ἐξεπίσταμαι]], γινώσκω [[καλῶς]] πρότερον, πάντα Αἰσχύλ. Πρ. 101· τὸ λοιπὸν [[ἄλλος]] πρ. τορῶς [[αὐτόθι]] 699.
|lstext='''προεξεπίστᾰμαι''': συνῃρ. προὐξ-, ἀποθ., [[ἐξεπίσταμαι]], γινώσκω [[καλῶς]] πρότερον, πάντα Αἰσχύλ. Πρ. 101· τὸ λοιπὸν [[ἄλλος]] πρ. τορῶς [[αὐτόθι]] 699.
}}
{{bailly
|btext=<i>par contr.</i> [[προὐξεπίσταμαι]];<br /><i>seul. prés.</i><br />savoir d’avance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐξεπίσταμαι]].
}}
}}