Anonymous

θρῆνυς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θρῆνυς''': -υος, ὁ, ([[θράω]]) [[θρανίον]] ὑπὸ τοὺς πόδας τοποθετούμενον, [[ὑποπόδιον]], ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει Ἰλ. Ξ. 240, πρβλ. Ὀδ. Τ. 57· ἴδε [[ὑποπόδιον]]. ΙΙ. ἐν Ἰλ. Ο. 729, τὸ θρῆνυν... ἑπταπόδην σημαίνει τὸ [[ἑδώλιον]] τοῦ κυβερνήτου τοῦ πλοίου ἢ ἕδραν ἐρετῶν.
|lstext='''θρῆνυς''': -υος, ὁ, ([[θράω]]) [[θρανίον]] ὑπὸ τοὺς πόδας τοποθετούμενον, [[ὑποπόδιον]], ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει Ἰλ. Ξ. 240, πρβλ. Ὀδ. Τ. 57· ἴδε [[ὑποπόδιον]]. ΙΙ. ἐν Ἰλ. Ο. 729, τὸ θρῆνυν... ἑπταπόδην σημαίνει τὸ [[ἑδώλιον]] τοῦ κυβερνήτου τοῦ πλοίου ἢ ἕδραν ἐρετῶν.
}}
{{bailly
|btext=υος (ὁ) :<br /><b>1</b> escabeau pour les pieds;<br /><b>2</b> banc de rameurs.<br />'''Étymologie:''' cf. [[θρᾶνος]] et [[θρόνος]] ; <i>myc.</i> ta-ra-nu.
}}
}}