3,277,759
edits
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάδαστος''': -ον, ὁ ἐκ νέου διαμοιρασθείς, «ξαναμοιρασθείς», ἀν. γῆν ποιεῖν, ἰδίως ἐπὶ δημαγωγῶν, (πρβλ. [[ἀναδασμός]]), Πλάτ. Νόμ. 843Β· ἀν. ποιεῖν τὴν χώραν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 4· τὰς οὐσίας ἀν. ποιεῖσθαι [[αὐτόθι]] 5. 5, 5, πρβλ. 8. 20. ΙΙ. παρὰ μεταγ., ἀν. ποιεῖν τι, μεταβάλλειν, λύειν, παραλύειν, ἀκυροῦν, Λουκ. Ἀποκηρ. 11: πρβλ. Ρουγκίου Τίμ. | |lstext='''ἀνάδαστος''': -ον, ὁ ἐκ νέου διαμοιρασθείς, «ξαναμοιρασθείς», ἀν. γῆν ποιεῖν, ἰδίως ἐπὶ δημαγωγῶν, (πρβλ. [[ἀναδασμός]]), Πλάτ. Νόμ. 843Β· ἀν. ποιεῖν τὴν χώραν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 4· τὰς οὐσίας ἀν. ποιεῖσθαι [[αὐτόθι]] 5. 5, 5, πρβλ. 8. 20. ΙΙ. παρὰ μεταγ., ἀν. ποιεῖν τι, μεταβάλλειν, λύειν, παραλύειν, ἀκυροῦν, Λουκ. Ἀποκηρ. 11: πρβλ. Ρουγκίου Τίμ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> partagé de nouveau;<br /><b>2</b> annulé, non valable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναδαίω]]². | |||
}} | }} |