Anonymous

κόμβος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόμβος''': ὁ, «[[κόμπος]]», κομπόδεμα, δεσμὸς «ὁ [[κόμβος]] τῶν δύο χειριδίων [[ὅταν]] τις δήσῃ ἐπὶ τὸν [[ἴδιον]] τράχηλον» Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., Ἀρχ. Μαθ. σ. 47· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κόμβους· ὀδόντας γομφίους». ― Ὑποκορ. κομβίον, τό, ἴδε Δουκάγγ.
|lstext='''κόμβος''': ὁ, «[[κόμπος]]», κομπόδεμα, δεσμὸς «ὁ [[κόμβος]] τῶν δύο χειριδίων [[ὅταν]] τις δήσῃ ἐπὶ τὸν [[ἴδιον]] τράχηλον» Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., Ἀρχ. Μαθ. σ. 47· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κόμβους· ὀδόντας γομφίους». ― Ὑποκορ. κομβίον, τό, ἴδε Δουκάγγ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />bandeau, ceinture.<br />'''Étymologie:''' DELG mot techn. sans étym.
}}
}}