Anonymous

φοιτάς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φοιτάς''': -άδος, ἡ, ([[φοιτάω]]) θηλ. τοῦ [[φοιταλέος]], ἐπὶ τῆς Κασσάνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1273· ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 161. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., φ. [[νόσος]], [[μανία]], [[παραφροσύνη]], Σοφ. Τρ. 980· φ. [[πλάνη]] Λυκόφρ. 610. φ. [[ῥιπή]], ἡ ἀσταθὴς [[κίνησις]] τῆς φλογὸς τοῦ [[πυρός]], Τρυφιόδ. (ὀρθ. Τριφ.,) 231· φ. ἐμπορίη, τὸ κατὰ θάλασσαν [[ἐμπόριον]], Ἀνθ. Π. 7. 586· ― [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει μετ’ οὐδ. οὐσιαστ., φοιτάσι πτεροῖς, διὰ φοιτώντων, πλανωμένων πτερῶν, Εὐρ. Φοίν. 1024, ἴδε Πόρσ. ἐν τόπῳ καὶ εἰς Εὐρ. Ὀρ. 264, Λοβεκ. Παραλ. 262, μεταγεν. καὶ μετ’ ἀρσ. οὐσιαστ., φοιτάδι μόχθῳ Ἰω. Γαζ. Ἔκφρ. 510.
|lstext='''φοιτάς''': -άδος, ἡ, ([[φοιτάω]]) θηλ. τοῦ [[φοιταλέος]], ἐπὶ τῆς Κασσάνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1273· ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 161. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., φ. [[νόσος]], [[μανία]], [[παραφροσύνη]], Σοφ. Τρ. 980· φ. [[πλάνη]] Λυκόφρ. 610. φ. [[ῥιπή]], ἡ ἀσταθὴς [[κίνησις]] τῆς φλογὸς τοῦ [[πυρός]], Τρυφιόδ. (ὀρθ. Τριφ.,) 231· φ. ἐμπορίη, τὸ κατὰ θάλασσαν [[ἐμπόριον]], Ἀνθ. Π. 7. 586· ― [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει μετ’ οὐδ. οὐσιαστ., φοιτάσι πτεροῖς, διὰ φοιτώντων, πλανωμένων πτερῶν, Εὐρ. Φοίν. 1024, ἴδε Πόρσ. ἐν τόπῳ καὶ εἰς Εὐρ. Ὀρ. 264, Λοβεκ. Παραλ. 262, μεταγεν. καὶ μετ’ ἀρσ. οὐσιαστ., φοιτάδι μόχθῳ Ἰω. Γαζ. Ἔκφρ. 510.
}}
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />égaré, insensé ; φοιτὰς [[νόσος]] SOPH le mal d’un esprit égaré, folie.<br />'''Étymologie:''' [[φοιτάω]].
}}
}}