Anonymous

καρτερός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρτερός''': -ά, -όν, ([[κάρτος]]) =[[κρατερός]], (ὃ ἴδε), [[δυνατός]], [[ἰσχυρός]], [[ῥωμαλέος]], φάλαγγες, Ἰλ. Ε. 592· καὶ εἰ [[μάλα]] [[καρτερός]] ἐστι Ἕκτωρ Ν. 316· μετ’ ἀπαρ., [[καρτερός]] ἐστι μάχῃ ἔνι φῶτας ἐναίρειν [[αὐτόθι]] 483· κ. ἐν πολέμῳ Ι. 53· κ. ἐν μάχῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 417· τὰ καρτερώτατα, τὰ ἰσχυρότατα, Σοφ. Αἴ. 669. <br />2) [[μετὰ]] γεν., ὁ κατέχων τι, [[κάτοχος]], κύριός τινος, Ἀσίης Ἀρχίλ. 22· [[οὐκέτι]] τῆς [[αὐτοῦ]] γλώσσης κ. [[οὔτε]] νόου Θέογν. 480· ἁμῶν Θεόκρ. 15. 94· [[οὔτε]] τῶν σωμάτων κ. [[οὔτε]] τῶν φρενῶν Διον. Ἁλ. 7. 11· παθῶν ὁ αὐτ. 5. 8· γῆς καὶ οἰκιῶν Ἐπιγραφ. ἐν Newton’s Halic. σ. 672. 3) ὡς τὸ [[καρτερικός]], πρὸς πάντα Ξεν. Κύρ. 1. 6, 25· [[ὡσαύτως]], [[ἐπίμονος]], πρὸς τὸ ἀπιστεῖν Πλάτ. Φαίδ. 77Α· κ. πρὸς τὸ λέγειν, ἰσχυρὸς εἰς τὸ συζητεῖν, Θεαίτ. 169Β.<br />4) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἰσχυρός]], [[δυνατός]] [[μέγας]], [[ὅρκος]], Ἰλ. Π. 108· κ. ἔργα, πράξεις ἰσχύος, Ε. 872· κ. [[ἕλκος]] Π. 517· κ. [[μάχη]], ναυμαχίη, πεισματώδης, Ἡρόδ. 1. 76, 8. 12, Θουκ. 4. 43· [[ἀλαλά]], [[μέριμνα]] Πινδ. Ι. 7 (6). 15, 8 (7). 24· [[λίθος]], [[βέλος]], ὁ αὐτ. Ο. 1. 179· - τὸ καρτερόν, [[δύναμις]], [[ὁρμή]], βία, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 612· [[ἀλλά]], τόλμης τὸ κ., τὸ ἀκρότατον [[σημεῖον]] τόλμης, Εὐρ. Μήδ. 393: -κατὰ τὸ καρτερόν, [[μετὰ]] ἐπιρρηματικῆς σημασίας, ὡς τὸ πρὸς βίαν, Ἡρόδ. 1. 212, Ἀριστοφ. Ἀχ. 622, κτλ.˙ πρὸς τὸ κρατερὸν Αἰσχύλ. Πρ. 212˙ καί, τὸ καρτερόν, ἀπολ., Θεόκρ. 1. 41. 5) ἐπὶ τόπου ἢ θέσεως, ὡς τὸ [[ὀχυρός]], Θουκ. 4. 3· τὸ καρτερώτερον τοῦ χωρίου ὁ αὐτ. 6. 10. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ρῶς, ἰσχυρῶς, δυνατά, κλ., [[ἐντεῦθεν]], κ. ὑπνοῦσθαι, βαθέως, Ἡρόδ. 3. 69. ΙΙΙ. τὸ σύνηθες συγκρ. καὶ ὑπερθ. [[εἶναι]] [[κρείσσων]] καὶ [[κράτιστος]] ([[ἅπερ]] ἴδε)· ἀλλ’ οἱ ὁμαλοὶ τύποι καρτερώτερος, -ώτατος, ἀπαντῶσιν [[ἐνίοτε]], Πινδ. Ο. 1. 179, Αἰσχύλ. Θήβ. 517, Ἀποσπ. 311α, Σοφ. Αἴ 669, Θουκ. 5. 10, Πλάτ. Φαίδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''καρτερός''': -ά, -όν, ([[κάρτος]]) =[[κρατερός]], (ὃ ἴδε), [[δυνατός]], [[ἰσχυρός]], [[ῥωμαλέος]], φάλαγγες, Ἰλ. Ε. 592· καὶ εἰ [[μάλα]] [[καρτερός]] ἐστι Ἕκτωρ Ν. 316· μετ’ ἀπαρ., [[καρτερός]] ἐστι μάχῃ ἔνι φῶτας ἐναίρειν [[αὐτόθι]] 483· κ. ἐν πολέμῳ Ι. 53· κ. ἐν μάχῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 417· τὰ καρτερώτατα, τὰ ἰσχυρότατα, Σοφ. Αἴ. 669. <br />2) [[μετὰ]] γεν., ὁ κατέχων τι, [[κάτοχος]], κύριός τινος, Ἀσίης Ἀρχίλ. 22· [[οὐκέτι]] τῆς [[αὐτοῦ]] γλώσσης κ. [[οὔτε]] νόου Θέογν. 480· ἁμῶν Θεόκρ. 15. 94· [[οὔτε]] τῶν σωμάτων κ. [[οὔτε]] τῶν φρενῶν Διον. Ἁλ. 7. 11· παθῶν ὁ αὐτ. 5. 8· γῆς καὶ οἰκιῶν Ἐπιγραφ. ἐν Newton’s Halic. σ. 672. 3) ὡς τὸ [[καρτερικός]], πρὸς πάντα Ξεν. Κύρ. 1. 6, 25· [[ὡσαύτως]], [[ἐπίμονος]], πρὸς τὸ ἀπιστεῖν Πλάτ. Φαίδ. 77Α· κ. πρὸς τὸ λέγειν, ἰσχυρὸς εἰς τὸ συζητεῖν, Θεαίτ. 169Β.<br />4) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἰσχυρός]], [[δυνατός]] [[μέγας]], [[ὅρκος]], Ἰλ. Π. 108· κ. ἔργα, πράξεις ἰσχύος, Ε. 872· κ. [[ἕλκος]] Π. 517· κ. [[μάχη]], ναυμαχίη, πεισματώδης, Ἡρόδ. 1. 76, 8. 12, Θουκ. 4. 43· [[ἀλαλά]], [[μέριμνα]] Πινδ. Ι. 7 (6). 15, 8 (7). 24· [[λίθος]], [[βέλος]], ὁ αὐτ. Ο. 1. 179· - τὸ καρτερόν, [[δύναμις]], [[ὁρμή]], βία, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 612· [[ἀλλά]], τόλμης τὸ κ., τὸ ἀκρότατον [[σημεῖον]] τόλμης, Εὐρ. Μήδ. 393: -κατὰ τὸ καρτερόν, [[μετὰ]] ἐπιρρηματικῆς σημασίας, ὡς τὸ πρὸς βίαν, Ἡρόδ. 1. 212, Ἀριστοφ. Ἀχ. 622, κτλ.˙ πρὸς τὸ κρατερὸν Αἰσχύλ. Πρ. 212˙ καί, τὸ καρτερόν, ἀπολ., Θεόκρ. 1. 41. 5) ἐπὶ τόπου ἢ θέσεως, ὡς τὸ [[ὀχυρός]], Θουκ. 4. 3· τὸ καρτερώτερον τοῦ χωρίου ὁ αὐτ. 6. 10. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ρῶς, ἰσχυρῶς, δυνατά, κλ., [[ἐντεῦθεν]], κ. ὑπνοῦσθαι, βαθέως, Ἡρόδ. 3. 69. ΙΙΙ. τὸ σύνηθες συγκρ. καὶ ὑπερθ. [[εἶναι]] [[κρείσσων]] καὶ [[κράτιστος]] ([[ἅπερ]] ἴδε)· ἀλλ’ οἱ ὁμαλοὶ τύποι καρτερώτερος, -ώτατος, ἀπαντῶσιν [[ἐνίοτε]], Πινδ. Ο. 1. 179, Αἰσχύλ. Θήβ. 517, Ἀποσπ. 311α, Σοφ. Αἴ 669, Θουκ. 5. 10, Πλάτ. Φαίδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> fort, ferme, solide : [[ἐν]] πολέμῳ IL <i>ou simpl.</i> avec un dat. μάχῃ ESCHL à la guerre, dans le combat ; [[ὅρκος]] [[καρτερός]] IL serment qui lie fortement ; καρτερὰ ἔργα IL actions terribles ; [[ἕλκος]] IL blessure grave ; [[τεῖχος]] HDT mur solide ; τὸ καρτερόν, la force, la violence ; κατὰ τὸ καρτερόν HDT, πρὸς τὸ καρτερόν ESCHL par la force ; avec un gén. qui est maître de;<br /><b>2</b> ferme, patient ; <i>en parl. de choses</i> καρτερὰ [[μάχη]] HDT combat disputé avec acharnement;<br /><i>Cp.</i> καρτερώτερος, <i>Sp.</i> καρτερώτατος.<br />'''Étymologie:''' R. Καρτ cf. [[κρατερός]].
}}
}}