Anonymous

δυσδάκρυτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσδάκρῡτος''': -ον, [[πολυδάκρυτος]], δι’ ὃν πολὺ ἔκλαυσεν ἢ κλαίει τις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 442. ΙΙ. ἐνεργ., πολὺ κλαίων, Ἀνθ. Π. 12. 80· δάκρυα δ., δάκρυα ἀγωνίας, [[αὐτόθι]] 7. 476.
|lstext='''δυσδάκρῡτος''': -ον, [[πολυδάκρυτος]], δι’ ὃν πολὺ ἔκλαυσεν ἢ κλαίει τις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 442. ΙΙ. ἐνεργ., πολὺ κλαίων, Ἀνθ. Π. 12. 80· δάκρυα δ., δάκρυα ἀγωνίας, [[αὐτόθι]] 7. 476.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fait pleurer amèrement.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[δακρύω]].
}}
}}