3,271,289
edits
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνολκή''': ἡ, ([[ἀνέλκω]]) ἡ πρὸς τὰ ἄνω [[ἕλξις]], τὸ σύρειν πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς λίθων ἀνολκὴν Θουκ. 4. 112· τῷ δὲ ναυκλήρῳ (δίδοσθαι) ἀνολκὴν καὶ καθολκὴν Αἰν. Τακτ. 10. | |lstext='''ἀνολκή''': ἡ, ([[ἀνέλκω]]) ἡ πρὸς τὰ ἄνω [[ἕλξις]], τὸ σύρειν πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς λίθων ἀνολκὴν Θουκ. 4. 112· τῷ δὲ ναυκλήρῳ (δίδοσθαι) ἀνολκὴν καὶ καθολκὴν Αἰν. Τακτ. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de tirer en haut.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνέλκω]]. | |||
}} | }} |