Anonymous

διακάθαρσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διακάθαρσις''': -εως, ἡ, ἐντελὴς [[κάθαρσις]], καθάρισις, Πλάτ. Νόμ. 735D. ΙΙ. κλάδευσις, Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 7, 2, Αἰτ. Φ. 3. 7, 5, κ. ἀλλ.
|lstext='''διακάθαρσις''': -εως, ἡ, ἐντελὴς [[κάθαρσις]], καθάρισις, Πλάτ. Νόμ. 735D. ΙΙ. κλάδευσις, Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 7, 2, Αἰτ. Φ. 3. 7, 5, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> purification complète;<br /><b>2</b> émondage.<br />'''Étymologie:''' [[διακαθαίρω]].
}}
}}