Anonymous

στρατηγέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρᾰτηγέω''': Αἰολ. [[στροταγέω]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2189. Εἶμαι [[στρατηγός]], Ἡρόδ. 5. 27, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 391· - [[μάλιστα]] ἐν Ἀθήναις (ἴδε [[στρατηγός]] ΙΙ), Ἀριστοφ. Ἱππ. 288, Νεφ. 586, Θουκ. 1. 57, κτλ.· προγόνων τῶν ἐστρατηγηκότων υἱὸς Αἰσχίν. 4. 38, πρβλ. Δημ. 922. 7· καὶ πολιτεύεσθαι καὶ στρατηγεῖν Ἰσοκρ. 110D· στρ. ἀπὸ μεγάλων τιμημάτων, ἐκλέγομαι στρατηγὸς κατὰ τὸ ποσὸν τῆς περιουσίας μου, Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 16· - [[οὕτως]] ἐν Ρώμῃ, εἶμαι [[ὕπατος]], Πολύβ. 2. 21, 7, κτλ.· ἢ (συνηθέστερον) εἶμαι praetor, Πλουτ. Ἀντ. 6· στρατηγῶν καὶ ὑπατεύων ὁ αὐτ. ἐν Κάτωνι Πρεσβυτ. 4, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 149. β) [[μετὰ]] γενικ., εἶμαι ἀρχηγὸς στρατεύματός τινος, τῶν Λυδῶν, Ἐρετριέων, κτλ., Ἡρόδ. 1. 34., 5. 102., 7. 82, 161· [[συχνάκις]] οὕτω παρ’ Ἀττικ., ὡς Θουκ. 1. 29, Ξεν., κλπ.· οὕτω, στρ. Σάμου Πλουτ. Περικλ. 26· πολέμου Διον. Ἁλ. 3. 22 (διάφ. γραφ. -ον). γ) [[ὡσαύτως]] τὸ ἡγεῖσθαι, [[μετὰ]] δοτ., ἐστρατήισε Λακεδαιμονίοισι ‘ς Θεσσαλίην Ἡρόδ. 6.72, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 25, Εὐρ. Τρῳ. 926, Ἀνδρ. 324, Λυσ. 135. 29· [[ἀλλά]], στρ. Ξέρξῃ, εἶμαι ἀρχηγὸς τοῦ στρατοῦ τοῦ Ξέρξου, Παυσ. 9. 1, 2. δ) μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, στρ. ἐπὶ τόπῳ Ἀνδοκ. 30. 39· ἐν Τροίᾳ Σοφ. Ἠλ. 1· ἐς Θεσσαλίην Ἡρόδ. 6. 72· στρ. ὑπέρ τινων, ὑπηρετῶ ὡς στρατηγὸς [[ἀντί]] τινος, κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν [[αὐτοῦ]], Δημ. 482. 14, Ἰσοκρ. 73Α. ε) μετ’ ἀπαρ., ἐνεργῶ, [[διευθύνω]] ὡς [[στρατηγός]], ἐνεργῶ [[οὕτως]] [[ὥστε]] …, μάχην θέσθαι Πλουτ. Πύρρ. 21, πρβλ. Κράσσ. 25, κτλ. Ι. [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., στρ. στρατηγίας Ἀνδοκ. 19. 11· ναυμαχίαν, πόλεμον Δημ. 172. 15., 1191. 21· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετ’ οὐδετ. ἐπιθ., [[πράττω]] τι ὡς [[στρατηγός]], τοῦτο Ξεν. Ἀν. 7. 6, 40· πάντα στρ. [[ὑπὲρ]] Φιλίππου, διοικῶ, [[διευθύνω]] ὅλον τὸν πόλεμον πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ Φιλίππου, Δημ. 30. 13· τοιαῦτα στρ., οὕτω [[διευθύνω]] τὰ πράγματα ὡς [[στρατηγός]], Ἡρόδ. 9. 106· εἰ μὲν [[ἄλλο]] τι [[καλῶς]] ἐστρ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 51· [[ἐντεῦθεν]] [[ἐνίοτε]] ἐν τῷ παθητ., ἡ [[πόλις]] ... ὑπὸ ὑμῶν ... στρατηγεῖται Πλάτ. Ἴων 541C, πρβλ. Δημ. 52. 2· στρατιὰ στρατηγουμένη ὑπό τινος Ἰσοκρ. 79Ε· δυοῖν στρατηγεῖται φυγὴ Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 39· τὰ στρατηγούμενα Δημ. 47. 5· στρατηγηθῆναι, ὑπηρετῆσαι ὑπὸ στρατηγόν, Πολύβ. 3. 4, 14. 2) μεταφορ., ἡ [[τύχη]] ἐστρ. Ξεν. Ἀν. 2. 2, 13, πρβλ. 3. 2, 27· ποῦ σὺ στρατηγεῖς τοῦδε; Σοφ. Αἴ. 1100· ἐστρ. ἡ σιωπὴ τὸν ἀγῶνα Πλούτ. 2. 506Ε. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπ., [[ὑπερβαίνω]] τινὰ εἰς στρατηγικὴν δεινότητα, στρατηγικῶς [[ὑπερβάλλω]], νικῶ, Σωκρ. Ἐπιστ. 28 (ἐν τῷ παθ.,), Πολύβ. 9. 25, 6 ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. κατα-[[στρατηγέω]]), πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 29· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Ὁμήρου, δημαγωγῶν καὶ στρατηγῶν τὰ πλήθη Στράβ. 20.
|lstext='''στρᾰτηγέω''': Αἰολ. [[στροταγέω]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2189. Εἶμαι [[στρατηγός]], Ἡρόδ. 5. 27, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 391· - [[μάλιστα]] ἐν Ἀθήναις (ἴδε [[στρατηγός]] ΙΙ), Ἀριστοφ. Ἱππ. 288, Νεφ. 586, Θουκ. 1. 57, κτλ.· προγόνων τῶν ἐστρατηγηκότων υἱὸς Αἰσχίν. 4. 38, πρβλ. Δημ. 922. 7· καὶ πολιτεύεσθαι καὶ στρατηγεῖν Ἰσοκρ. 110D· στρ. ἀπὸ μεγάλων τιμημάτων, ἐκλέγομαι στρατηγὸς κατὰ τὸ ποσὸν τῆς περιουσίας μου, Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 16· - [[οὕτως]] ἐν Ρώμῃ, εἶμαι [[ὕπατος]], Πολύβ. 2. 21, 7, κτλ.· ἢ (συνηθέστερον) εἶμαι praetor, Πλουτ. Ἀντ. 6· στρατηγῶν καὶ ὑπατεύων ὁ αὐτ. ἐν Κάτωνι Πρεσβυτ. 4, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 149. β) [[μετὰ]] γενικ., εἶμαι ἀρχηγὸς στρατεύματός τινος, τῶν Λυδῶν, Ἐρετριέων, κτλ., Ἡρόδ. 1. 34., 5. 102., 7. 82, 161· [[συχνάκις]] οὕτω παρ’ Ἀττικ., ὡς Θουκ. 1. 29, Ξεν., κλπ.· οὕτω, στρ. Σάμου Πλουτ. Περικλ. 26· πολέμου Διον. Ἁλ. 3. 22 (διάφ. γραφ. -ον). γ) [[ὡσαύτως]] τὸ ἡγεῖσθαι, [[μετὰ]] δοτ., ἐστρατήισε Λακεδαιμονίοισι ‘ς Θεσσαλίην Ἡρόδ. 6.72, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 25, Εὐρ. Τρῳ. 926, Ἀνδρ. 324, Λυσ. 135. 29· [[ἀλλά]], στρ. Ξέρξῃ, εἶμαι ἀρχηγὸς τοῦ στρατοῦ τοῦ Ξέρξου, Παυσ. 9. 1, 2. δ) μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, στρ. ἐπὶ τόπῳ Ἀνδοκ. 30. 39· ἐν Τροίᾳ Σοφ. Ἠλ. 1· ἐς Θεσσαλίην Ἡρόδ. 6. 72· στρ. ὑπέρ τινων, ὑπηρετῶ ὡς στρατηγὸς [[ἀντί]] τινος, κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν [[αὐτοῦ]], Δημ. 482. 14, Ἰσοκρ. 73Α. ε) μετ’ ἀπαρ., ἐνεργῶ, [[διευθύνω]] ὡς [[στρατηγός]], ἐνεργῶ [[οὕτως]] [[ὥστε]] …, μάχην θέσθαι Πλουτ. Πύρρ. 21, πρβλ. Κράσσ. 25, κτλ. Ι. [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., στρ. στρατηγίας Ἀνδοκ. 19. 11· ναυμαχίαν, πόλεμον Δημ. 172. 15., 1191. 21· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετ’ οὐδετ. ἐπιθ., [[πράττω]] τι ὡς [[στρατηγός]], τοῦτο Ξεν. Ἀν. 7. 6, 40· πάντα στρ. [[ὑπὲρ]] Φιλίππου, διοικῶ, [[διευθύνω]] ὅλον τὸν πόλεμον πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ Φιλίππου, Δημ. 30. 13· τοιαῦτα στρ., οὕτω [[διευθύνω]] τὰ πράγματα ὡς [[στρατηγός]], Ἡρόδ. 9. 106· εἰ μὲν [[ἄλλο]] τι [[καλῶς]] ἐστρ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 51· [[ἐντεῦθεν]] [[ἐνίοτε]] ἐν τῷ παθητ., ἡ [[πόλις]] ... ὑπὸ ὑμῶν ... στρατηγεῖται Πλάτ. Ἴων 541C, πρβλ. Δημ. 52. 2· στρατιὰ στρατηγουμένη ὑπό τινος Ἰσοκρ. 79Ε· δυοῖν στρατηγεῖται φυγὴ Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 39· τὰ στρατηγούμενα Δημ. 47. 5· στρατηγηθῆναι, ὑπηρετῆσαι ὑπὸ στρατηγόν, Πολύβ. 3. 4, 14. 2) μεταφορ., ἡ [[τύχη]] ἐστρ. Ξεν. Ἀν. 2. 2, 13, πρβλ. 3. 2, 27· ποῦ σὺ στρατηγεῖς τοῦδε; Σοφ. Αἴ. 1100· ἐστρ. ἡ σιωπὴ τὸν ἀγῶνα Πλούτ. 2. 506Ε. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπ., [[ὑπερβαίνω]] τινὰ εἰς στρατηγικὴν δεινότητα, στρατηγικῶς [[ὑπερβάλλω]], νικῶ, Σωκρ. Ἐπιστ. 28 (ἐν τῷ παθ.,), Πολύβ. 9. 25, 6 ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. κατα-[[στρατηγέω]]), πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 29· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Ὁμήρου, δημαγωγῶν καὶ στρατηγῶν τὰ πλήθη Στράβ. 20.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> commander une armée, être général ; <i>à Rome</i> être préteur <i>ou</i> consul;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> diriger comme général : στρατηγίαν une expédition ; πόλεμον DÉM <i>ou</i> πολέμου une guerre ; <i>abs.</i> στρατηγεῖν diriger une expédition ; <i>avec un rég. de pers.</i> commander à, dat. <i>ou</i> gén. ; <i>qqf avec le dat.</i> : commander à la place de qqn, au service de qqn ; στρ. [[ὑπέρ]] τινος <i>m. sign. ou</i> en faveur de qqn ; [[ἐς]] Θεσσαλίην HDT contre la Thessalie ; <i>Pass.</i> στρατηγεῖσθαι [[ὑπό]] τινος être dirigé par qqn ; τὰ στρατηγούμενα DÉM les actes d’un chef d’armée;<br /><b>2</b> employer une ruse de guerre, user de stratagème, avec l’inf. : στρ. δι’ ὁμαλοῦ τὴν μάχην [[θέσθαι]] PLUT manœuvrer pour porter le combat sur un terrain uni;<br /><i><b>Moy.</b></i> στρατηγέομαι-οῦμαι (<i>ao. inf.</i> στρατηγήσασθαι) user de stratagème à l’égard de qqn, tromper qqn.<br />'''Étymologie:''' [[στρατηγός]].
}}
}}