Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεράτιον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεράτιον''': ᾱ, τό, ὑποκορ. τοῦ [[κέρας]], μικρὸν [[κέρας]], «κερατάκι», ἐπὶ τῶν κεραιῶν τοῦ καράβου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 10., 4. 4, 29. 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ κεκυρτωμένα [[ἄκρα]] τῆς μήτρας, tubae Fallopii (πρβλ. [[κεραία]] ΙΙ. 7), [[αὐτόθι]] 3. 1, 22 3) ἡ [[γέφυρα]] τῆς λύρας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 223. 4) μικρὸν [[κέρας]], [[ἴσως]] [[αὐλίσκος]] (ἴδε [[κέρας]] ΙΙΙ. 2, [[κεραύλης]]), Διοδ. Ἐκλογ. 577. 35 (ἴδε Wessel. ἐν τόπῳ), [[ὅθεν]] ἔχει προταθῆ ἡ [[ἀνάγνωσις]], κερατίου (ἀντὶ -αμίου) παρὰ Πολυβ. 26. 10, 5. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., ὁ [[καρπὸς]] τῆς κερατέας, ὃ ἴδε. ΙΙΙ. ὡς τὸ Λατ. siliqua, βάρος τι σταθμοῦ, τὸ «καράτιον» παρ’ Ἕλλησιν = πρὸς 2 2/3 [[χαλκοῦς]], = 1/3 ὀβολοῦ· παρὰ Ρωμ. = πρὸς 1/6 τοῦ scrupulum = 1/1278 τῆς λίτρας, Γαλην.· ἴδε Böchk Metrol. Unters. § XI. IV. [[φυτόν]] τι καλούμενον καὶ [[τῆλις]], foenum Graecum, Columell. de Arbor. 25. V. ἴδε ἐν λ. [[κερατέα]].
|lstext='''κεράτιον''': ᾱ, τό, ὑποκορ. τοῦ [[κέρας]], μικρὸν [[κέρας]], «κερατάκι», ἐπὶ τῶν κεραιῶν τοῦ καράβου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 10., 4. 4, 29. 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ κεκυρτωμένα [[ἄκρα]] τῆς μήτρας, tubae Fallopii (πρβλ. [[κεραία]] ΙΙ. 7), [[αὐτόθι]] 3. 1, 22 3) ἡ [[γέφυρα]] τῆς λύρας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 223. 4) μικρὸν [[κέρας]], [[ἴσως]] [[αὐλίσκος]] (ἴδε [[κέρας]] ΙΙΙ. 2, [[κεραύλης]]), Διοδ. Ἐκλογ. 577. 35 (ἴδε Wessel. ἐν τόπῳ), [[ὅθεν]] ἔχει προταθῆ ἡ [[ἀνάγνωσις]], κερατίου (ἀντὶ -αμίου) παρὰ Πολυβ. 26. 10, 5. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., ὁ [[καρπὸς]] τῆς κερατέας, ὃ ἴδε. ΙΙΙ. ὡς τὸ Λατ. siliqua, βάρος τι σταθμοῦ, τὸ «καράτιον» παρ’ Ἕλλησιν = πρὸς 2 2/3 [[χαλκοῦς]], = 1/3 ὀβολοῦ· παρὰ Ρωμ. = πρὸς 1/6 τοῦ scrupulum = 1/1278 τῆς λίτρας, Γαλην.· ἴδε Böchk Metrol. Unters. § XI. IV. [[φυτόν]] τι καλούμενον καὶ [[τῆλις]], foenum Graecum, Columell. de Arbor. 25. V. ἴδε ἐν λ. [[κερατέα]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />« petite corne » :<br /><b>I.</b> τὰ κεράτια pinces du [[κάραβος]];<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> <b>1</b> extrémité recourbées de la matrice;<br /><b>2</b> petit instrument de musique, <i>pê</i> fifre;<br /><b>3</b> caroube, <i>fruit</i>;<br /><b>4</b> fenugrec, <i>plante</i>;<br /><b>5</b> τὰ κεράτια gousse;<br /><b>6</b> carat : <i>poids grec de ⅓ d’obole, poids romain de ⅙ de scrupule</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κέρας]].
}}
}}