3,242,429
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πίσος''': [ῐ], ὁ, [[εἶδος]] ὀσπρίου, πιθ. τὸ «μπιζέλι», Λατ. pisum, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 88, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 25, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 1, 4, Ἀθήν. 406C, κτλ.˙ ― [[ὡσαύτως]] πίσον, τό, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 63˙ ὑποκορ. πισάριον, τό, Βασίλ. | |lstext='''πίσος''': [ῐ], ὁ, [[εἶδος]] ὀσπρίου, πιθ. τὸ «μπιζέλι», Λατ. pisum, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 88, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 25, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 1, 4, Ἀθήν. 406C, κτλ.˙ ― [[ὡσαύτως]] πίσον, τό, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 63˙ ὑποκορ. πισάριον, τό, Βασίλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />pois (légume).<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> pisum. | |||
}} | }} |