Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πίσος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πίσος''': [ῐ], ὁ, [[εἶδος]] ὀσπρίου, πιθ. τὸ «μπιζέλι», Λατ. pisum, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 88, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 25, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 1, 4, Ἀθήν. 406C, κτλ.˙ ― [[ὡσαύτως]] πίσον, τό, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 63˙ ὑποκορ. πισάριον, τό, Βασίλ.
|lstext='''πίσος''': [ῐ], ὁ, [[εἶδος]] ὀσπρίου, πιθ. τὸ «μπιζέλι», Λατ. pisum, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 88, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 25, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 1, 4, Ἀθήν. 406C, κτλ.˙ ― [[ὡσαύτως]] πίσον, τό, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 63˙ ὑποκορ. πισάριον, τό, Βασίλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />pois (légume).<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> pisum.
}}
}}