3,277,190
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θῠγάτηρ''': ἡ, γεν. θυγᾰτέρος, καὶ κατὰ συγκοπ. θυγατρός∙ δοτ. θυγᾰτέρι, θυγατρί∙ αἰτ. θυγᾰτέρα, καὶ Ἐπικ. θύγατρα∙ κλητ. θύγᾰτερ∙ ὁ Ὅμηρ. καὶ οἱ Ἀττ. ποιηταὶ χρῶνται ἀμφοτέροις τοῖς τύποις∙ παρὰ δὲ τοῖς πεζοῖς ἀπαντῶσι μόνον οἱ τρισύλλ. τύποι. τὸ υ γίνεται μακρὸν παρὰ τοῖς Ἐπικ. ποιηταῖς ἐν ταῖς τετρασυλλάβοις πτώσεσι [[χάριν]] τοῦ μέτρου. |Πρβλ. Σανσκρ. duhitâ, Ζενδ. dughdar (ὁ ἐξ ἀρχῆς [[τύπος]] πιθανῶς ἦτο dhughatar)∙ Γοτθ. dauhtar, Ἀρχ. Σκανδ. dóttir, Ἀγγλο-Σαξον. dohtor, Λιθ. dukté∙ - Ἀρχ. Γερμ. tohtar (tochter)). Θυγάτηρ, Ἰλ. Ι. 148, 290, Ὀδ. Δ. 4, κτλ.∙ θύγατρες ἵππων, ἐπὶ ἡμιόνων, Σιμωνίδ. 13. - Ὁ Πίνδ. καλεῖ τὰς ᾠδάς του Μοισᾶν θυγατέρας Ν. 4. 4∙ θ. Σειληνοῦ ἐπὶ τῆς ἀμπέλου, Ἰουλιαν. Συμπόσ. ἢ Καίσαρος 25∙ ἐπὶ λαγύνου, Ἀνθ. Π. 6. 248. ΙΙ. [[ὑπηρέτρια]], [[θεράπαινα]], [[δούλη]]. μόνον παρὰ μεταγεν. ὡς ἐν Φαλάρ. Ἐπιστ. σ. 360, [[ἔνθα]] ἴδε Lennep. | |lstext='''θῠγάτηρ''': ἡ, γεν. θυγᾰτέρος, καὶ κατὰ συγκοπ. θυγατρός∙ δοτ. θυγᾰτέρι, θυγατρί∙ αἰτ. θυγᾰτέρα, καὶ Ἐπικ. θύγατρα∙ κλητ. θύγᾰτερ∙ ὁ Ὅμηρ. καὶ οἱ Ἀττ. ποιηταὶ χρῶνται ἀμφοτέροις τοῖς τύποις∙ παρὰ δὲ τοῖς πεζοῖς ἀπαντῶσι μόνον οἱ τρισύλλ. τύποι. τὸ υ γίνεται μακρὸν παρὰ τοῖς Ἐπικ. ποιηταῖς ἐν ταῖς τετρασυλλάβοις πτώσεσι [[χάριν]] τοῦ μέτρου. |Πρβλ. Σανσκρ. duhitâ, Ζενδ. dughdar (ὁ ἐξ ἀρχῆς [[τύπος]] πιθανῶς ἦτο dhughatar)∙ Γοτθ. dauhtar, Ἀρχ. Σκανδ. dóttir, Ἀγγλο-Σαξον. dohtor, Λιθ. dukté∙ - Ἀρχ. Γερμ. tohtar (tochter)). Θυγάτηρ, Ἰλ. Ι. 148, 290, Ὀδ. Δ. 4, κτλ.∙ θύγατρες ἵππων, ἐπὶ ἡμιόνων, Σιμωνίδ. 13. - Ὁ Πίνδ. καλεῖ τὰς ᾠδάς του Μοισᾶν θυγατέρας Ν. 4. 4∙ θ. Σειληνοῦ ἐπὶ τῆς ἀμπέλου, Ἰουλιαν. Συμπόσ. ἢ Καίσαρος 25∙ ἐπὶ λαγύνου, Ἀνθ. Π. 6. 248. ΙΙ. [[ὑπηρέτρια]], [[θεράπαινα]], [[δούλη]]. μόνον παρὰ μεταγεν. ὡς ἐν Φαλάρ. Ἐπιστ. σ. 360, [[ἔνθα]] ἴδε Lennep. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=θυγατρός (ἡ) :<br /><i>dat.</i> θυγατρί, <i>acc.</i> θυγατέρα, <i>voc.</i> θύγατερ;<br /><i>pl.</i> θυγατέρες, <i>gén.</i> θυγατέρων, <i>dat.</i> θυγατράσι (<i>épq.</i> θυγατέρεσσιν), <i>acc.</i> θυγατέρας (<i>épq.</i> θύγατρας);<br />fille (<i>lat.</i> filia).<br />'''Étymologie:''' cf. <i>all.</i> Tochter, <i>angl.</i> daughter. | |||
}} | }} |