Anonymous

παρέρπω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρέρπω''': καὶ παρερπύζω, [[ἕρπω]] κρυφίως, Θεόκρ. 15.48· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἀορ. α΄ παρείρπῠσα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 511. 2) κωμικ. ἀντὶ παριέναι (ἴδε [[πάρειμι]] IV. 2), ἐπὶ ῥήτορος, [[προβαίνω]] ([[ὅπως]] ὁμιλήσω), αὐτόθ. 398. ΙΙ. [[παρέρχομαι]], Ἀνθολ. Πλαν. 4. 11, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 195.
|lstext='''παρέρπω''': καὶ παρερπύζω, [[ἕρπω]] κρυφίως, Θεόκρ. 15.48· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἀορ. α΄ παρείρπῠσα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 511. 2) κωμικ. ἀντὶ παριέναι (ἴδε [[πάρειμι]] IV. 2), ἐπὶ ῥήτορος, [[προβαίνω]] ([[ὅπως]] ὁμιλήσω), αὐτόθ. 398. ΙΙ. [[παρέρχομαι]], Ἀνθολ. Πλαν. 4. 11, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 195.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se glisser furtivement;<br /><b>2</b> passer le long de <i>ou</i> au delà de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἕρπω]].
}}
}}