Anonymous

ταπεινόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰπεινόω''': χαμηλώνω, ποιῶ χαμηλότερον. ― Παθ., πᾶν [[ὄρος]] ταπεινωθήσεται Εὐαγγ. κ. Λουκ. γ΄, 5· [[πρόσωπον]] ἐκ μετεώρου ταπεινούμενον Ἱππ. Κωακ. Προγ. 152 ἐπὶ ποταμῶν, Διόδ. 1. 36. ΙΙ. μεταφορ., ἐλαττώνω, τὸν φθόνον Πλουτ. Περικλ. 32· [[ἐξευτελίζω]], Πολύβ. 6. 15, 7, πρβλ. 3. 85, 7. ― Παθ., ταπεινοῦμαι, ἐλαττοῦμαι, σμικρύνομαι, Πλάτ. Τίμ. 72D. 2) ταπεινώνω, [[ὑποβιβάζω]], Ξεν. Ἀνάβ. 6. 3, 18· τ. καὶ συστέλλων Πλάτ. Λῦσ. 210Ε· ταπεινώσαντες... τοὺς νῦν ἐπηρμένους Αἰσχίν. 87. 24. ― Παθ., ταπεινωθεὶς ἕπεται Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε ὑπὸ πενίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 553C· τεταπείνωνται ἡ τῶν Ἀθηναίων [[δόξα]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 4· ἐταπεινοῦτο ταῖς ἐλπίσι Διόδ. 13. 11... 3) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, [[κάμνω]] ταπεινόν, ἑαυτὸν Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 12. κ. ἀλλ. ― Παθ., ταπεινώνομαι, ταπεινῶ ἐμαυτόν, τὴν θεὸν ἐξιλάσσαντο τῷ τεταπεινῶσθαι [[σφόδρα]] Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 4· [[οὕτως]] ἐν τῇ Καινῇ Δ.
|lstext='''τᾰπεινόω''': χαμηλώνω, ποιῶ χαμηλότερον. ― Παθ., πᾶν [[ὄρος]] ταπεινωθήσεται Εὐαγγ. κ. Λουκ. γ΄, 5· [[πρόσωπον]] ἐκ μετεώρου ταπεινούμενον Ἱππ. Κωακ. Προγ. 152 ἐπὶ ποταμῶν, Διόδ. 1. 36. ΙΙ. μεταφορ., ἐλαττώνω, τὸν φθόνον Πλουτ. Περικλ. 32· [[ἐξευτελίζω]], Πολύβ. 6. 15, 7, πρβλ. 3. 85, 7. ― Παθ., ταπεινοῦμαι, ἐλαττοῦμαι, σμικρύνομαι, Πλάτ. Τίμ. 72D. 2) ταπεινώνω, [[ὑποβιβάζω]], Ξεν. Ἀνάβ. 6. 3, 18· τ. καὶ συστέλλων Πλάτ. Λῦσ. 210Ε· ταπεινώσαντες... τοὺς νῦν ἐπηρμένους Αἰσχίν. 87. 24. ― Παθ., ταπεινωθεὶς ἕπεται Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε ὑπὸ πενίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 553C· τεταπείνωνται ἡ τῶν Ἀθηναίων [[δόξα]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 4· ἐταπεινοῦτο ταῖς ἐλπίσι Διόδ. 13. 11... 3) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, [[κάμνω]] ταπεινόν, ἑαυτὸν Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 12. κ. ἀλλ. ― Παθ., ταπεινώνομαι, ταπεινῶ ἐμαυτόν, τὴν θεὸν ἐξιλάσσαντο τῷ τεταπεινῶσθαι [[σφόδρα]] Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 4· [[οὕτως]] ἐν τῇ Καινῇ Δ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> amoindrir, diminuer, acc.;<br /><b>2</b> abaisser, humilier.<br />'''Étymologie:''' [[ταπεινός]].
}}
}}