3,274,919
edits
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκπιέζω''': -έσω, [[πιέζω]] τι [[ὥστε]] νὰ ἐξέλθῃ ἐξ [[αὐτοῦ]] τὸ ὑγρόν, [[σπόγγος]] ἐξ ὕδατος θερμοῦ ἐκπεπιεσμένος Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· [[ἐξάγω]] τινὰ διὰ τῆς βίας, [[ἀναγκάζω]] αὐτὸν νὰ ἐξέλθῃ, τοὺς προσβάλλοντας Πολύβ. 18. 15, 3· παθ. διὰ τῆς πιέσεως [[ἐξέρχομαι]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 10· [[ἕλκος]] ἐκπεπιεσμένον, προκῦπτον ἔξω τοῦ δέρματος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 767. ‒ Παρὰ μεταγεν. [[ἐκπιάζω]]. | |lstext='''ἐκπιέζω''': -έσω, [[πιέζω]] τι [[ὥστε]] νὰ ἐξέλθῃ ἐξ [[αὐτοῦ]] τὸ ὑγρόν, [[σπόγγος]] ἐξ ὕδατος θερμοῦ ἐκπεπιεσμένος Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· [[ἐξάγω]] τινὰ διὰ τῆς βίας, [[ἀναγκάζω]] αὐτὸν νὰ ἐξέλθῃ, τοὺς προσβάλλοντας Πολύβ. 18. 15, 3· παθ. διὰ τῆς πιέσεως [[ἐξέρχομαι]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 10· [[ἕλκος]] ἐκπεπιεσμένον, προκῦπτον ἔξω τοῦ δέρματος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 767. ‒ Παρὰ μεταγεν. [[ἐκπιάζω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire sortir en pressant, pressurer, exprimer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πιέζω]]. | |||
}} | }} |