Anonymous

σκυλοδεψέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῠλοδεψέω''': [[κατεργάζομαι]] δέρματα, Ἀριστοφ. Πλ. 514 (κατὰ τὸν B…nt, σκῡτοδεψεῖν).
|lstext='''σκῠλοδεψέω''': [[κατεργάζομαι]] δέρματα, Ἀριστοφ. Πλ. 514 (κατὰ τὸν B…nt, σκῡτοδεψεῖν).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être corroyeur.<br />'''Étymologie:''' [[σκυλοδέψης]].
}}
}}