Anonymous

προσελλείπω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσελλείπω''': [[μένω]] [[ὀπίσω]] ἀκόμη, χρειάζομαι ἀκόμη πρὸς συμπλήρωσιν, Μᾶρκος ἦλθε προσελλείπων τῷ σταδίῳ [[στάδιον]], δηλ. μείνας [[ὀπίσω]] καθ’ ὁλόκληρον τὸ [[μῆκος]] τοῦ δρόμου, ἐπὶ [[λίαν]] νωθροῦ δρομέως, Ἀνθ. Π. 11. 85· τὰ προσελλείποντα τῶν χρημάτων, τὰ προσαπαιτούμενα πρὸς συμπλήρωσιν ποσά, Διοδ. 20. 101, Συλλ. Ἐπιγρ. 2423b.
|lstext='''προσελλείπω''': [[μένω]] [[ὀπίσω]] ἀκόμη, χρειάζομαι ἀκόμη πρὸς συμπλήρωσιν, Μᾶρκος ἦλθε προσελλείπων τῷ σταδίῳ [[στάδιον]], δηλ. μείνας [[ὀπίσω]] καθ’ ὁλόκληρον τὸ [[μῆκος]] τοῦ δρόμου, ἐπὶ [[λίαν]] νωθροῦ δρομέως, Ἀνθ. Π. 11. 85· τὰ προσελλείποντα τῶν χρημάτων, τὰ προσαπαιτούμενα πρὸς συμπλήρωσιν ποσά, Διοδ. 20. 101, Συλλ. Ἐπιγρ. 2423b.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> faire qu’il y ait manque;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> faire défaut, manquer.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐλλείπω]].
}}
}}