3,270,300
edits
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συναπόλλῡμι''': ἀπολλύω, [[καταστρέφω]] [[ὁμοῦ]], μετά τινος Ἀντιφῶν 139. 7· σ. τοὺς φίλους, [[καταστρέφω]] τοὺς φίλους μου μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], Θουκ. 6. 12· συνηγόρους καλεῖν τοὺς συναπολοῦντάς τινα Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 15· σ. τὰ χρήματα, χάνω ὁμοίως καὶ τὰ χρήματα, Δημ. 907. 14· τινί τι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 38. ― Παθ., ἀπόλλυμαι, καταστρέφομαι [[ὁμοῦ]], Θουκ. 2. 60, Λυσί. 128. 20· τινι, μετά τινος, Ἡρόδ. 7. 221, Πλάτ. Κριτί. 121Α. | |lstext='''συναπόλλῡμι''': ἀπολλύω, [[καταστρέφω]] [[ὁμοῦ]], μετά τινος Ἀντιφῶν 139. 7· σ. τοὺς φίλους, [[καταστρέφω]] τοὺς φίλους μου μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], Θουκ. 6. 12· συνηγόρους καλεῖν τοὺς συναπολοῦντάς τινα Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 15· σ. τὰ χρήματα, χάνω ὁμοίως καὶ τὰ χρήματα, Δημ. 907. 14· τινί τι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 38. ― Παθ., ἀπόλλυμαι, καταστρέφομαι [[ὁμοῦ]], Θουκ. 2. 60, Λυσί. 128. 20· τινι, μετά τινος, Ἡρόδ. 7. 221, Πλάτ. Κριτί. 121Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> συναπώλεσα;<br />perdre, faire périr <i>ou</i> détruire avec soi : τινα qqn ; τινί [[τι]] une chose avec une autre;<br /><i><b>Moy.</b></i> συναπόλλυμαι (<i>ao.2</i> συναπωλόμην) être perdu <i>ou</i> périr avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπόλλυμι]]. | |||
}} | }} |