Anonymous

ἀφυβρίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφυβρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[ὑβρίζω]] εἰς κόρον, [[ὥστε]] [[ἀποκάμνω]] πλέον ἀπὸ τοῦ νὰ εἶμαι [[ὑβριστικός]], ἀλάζων, Μένανδ. ἐν «Παλλάκῃ» 4· ἐπὶ οἴνου, δὲν [[βράζω]] πλέον, δὲν ὑφίσταμαι ζύμωσιν, Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 6. ΙΙ. ἀφίνω ἐμαυτὸν ἐλεύθερον εἰς ἡδυπαθείας, εἰς τρυφὰς Πλουτ. Δημήτρ. 19.
|lstext='''ἀφυβρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[ὑβρίζω]] εἰς κόρον, [[ὥστε]] [[ἀποκάμνω]] πλέον ἀπὸ τοῦ νὰ εἶμαι [[ὑβριστικός]], ἀλάζων, Μένανδ. ἐν «Παλλάκῃ» 4· ἐπὶ οἴνου, δὲν [[βράζω]] πλέον, δὲν ὑφίσταμαι ζύμωσιν, Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 6. ΙΙ. ἀφίνω ἐμαυτὸν ἐλεύθερον εἰς ἡδυπαθείας, εἰς τρυφὰς Πλουτ. Δημήτρ. 19.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀφυβρίσω, <i>att.</i> ἀφυβριῶ, <i>ao.</i> ἀφύβρισα, <i>pf.</i> ἀφύβρικα;<br />se livrer sans retenue, s’abandonner sans mesure (aux plaisir, <i>etc.</i>) <i>avec</i> [[εἰς]] <i>et l’acc.</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὑβρίζω]].
}}
}}