3,274,216
edits
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφυβρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[ὑβρίζω]] εἰς κόρον, [[ὥστε]] [[ἀποκάμνω]] πλέον ἀπὸ τοῦ νὰ εἶμαι [[ὑβριστικός]], ἀλάζων, Μένανδ. ἐν «Παλλάκῃ» 4· ἐπὶ οἴνου, δὲν [[βράζω]] πλέον, δὲν ὑφίσταμαι ζύμωσιν, Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 6. ΙΙ. ἀφίνω ἐμαυτὸν ἐλεύθερον εἰς ἡδυπαθείας, εἰς τρυφὰς Πλουτ. Δημήτρ. 19. | |lstext='''ἀφυβρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[ὑβρίζω]] εἰς κόρον, [[ὥστε]] [[ἀποκάμνω]] πλέον ἀπὸ τοῦ νὰ εἶμαι [[ὑβριστικός]], ἀλάζων, Μένανδ. ἐν «Παλλάκῃ» 4· ἐπὶ οἴνου, δὲν [[βράζω]] πλέον, δὲν ὑφίσταμαι ζύμωσιν, Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 6. ΙΙ. ἀφίνω ἐμαυτὸν ἐλεύθερον εἰς ἡδυπαθείας, εἰς τρυφὰς Πλουτ. Δημήτρ. 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀφυβρίσω, <i>att.</i> ἀφυβριῶ, <i>ao.</i> ἀφύβρισα, <i>pf.</i> ἀφύβρικα;<br />se livrer sans retenue, s’abandonner sans mesure (aux plaisir, <i>etc.</i>) <i>avec</i> [[εἰς]] <i>et l’acc.</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὑβρίζω]]. | |||
}} | }} |