3,277,206
edits
(6_12) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχᾰλίς''': -ίδος, ἡ, «στάλικες δὲ καὶ σχαλίδες καὶ σχαλιδώματα ξύλα ὀρθά, ἐξ ἄκρου διττά, ἱστάμενα μὲν κατὰ τῆς γῆς, τοῖς δὲ δίκροις ἀνέχοντα τοῦς δικτύων βρόχους τε καὶ περιδρόμους» [[Πολυδ]]. Ε΄, 32· σχαλίδες τῶν ἀρκύων τὸ [[μῆκος]] [[δέκα]] παλαιστῶν Ξεν. Κυν. 2, 8., 6, 7. (διάφ. γραφ. [[σταλίς]]). | |lstext='''σχᾰλίς''': -ίδος, ἡ, «στάλικες δὲ καὶ σχαλίδες καὶ σχαλιδώματα ξύλα ὀρθά, ἐξ ἄκρου διττά, ἱστάμενα μὲν κατὰ τῆς γῆς, τοῖς δὲ δίκροις ἀνέχοντα τοῦς δικτύων βρόχους τε καὶ περιδρόμους» [[Πολυδ]]. Ε΄, 32· σχαλίδες τῶν ἀρκύων τὸ [[μῆκος]] [[δέκα]] παλαιστῶν Ξεν. Κυν. 2, 8., 6, 7. (διάφ. γραφ. [[σταλίς]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br />pieu fourchu pour soutenir des filets de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[σχεῖν]], peu convainquant selon Chantraine. | |||
}} | }} |