Anonymous

πίσσα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πίσσᾰ''': Ἀττ. πίττᾰ, ἡ, (ἴδε ἐν λ. [[πεύκη]]), ὡς καὶ νῦν, [[πίσσα]] Λατ. pix, Ἰλ. Δ. 277, Ἡρόδ. 4. 195, κτλ.˙ διακρίνεται εἰς πίσσαν ὠμὴν καὶ ἑφθήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 2, Πολύβ. 5. 89, 6, ἐν παραβολῇ πρὸς Ἱππ. 605. 35˙ ἡ ὠμὴ [[πίσσα]] ἐκαλεῖτο καὶ [[ὑγρά]], Διοσκ. 1. 94. ἡ δὲ ἑφθὴ ξηρὰ ἢ [[παλίμπισσα]], [[αὐτόθι]] 97˙ ― παροιμ., μελάντερον ἠΰτε [[πίσσα]] (ἴδε ἐν λ. ἠΰτε) Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, δηλ. λαμβάνει πεῖραν τῆς δυστυχίας, Δημ. 1215. 10, Θεόκρ. 14. 51.
|lstext='''πίσσᾰ''': Ἀττ. πίττᾰ, ἡ, (ἴδε ἐν λ. [[πεύκη]]), ὡς καὶ νῦν, [[πίσσα]] Λατ. pix, Ἰλ. Δ. 277, Ἡρόδ. 4. 195, κτλ.˙ διακρίνεται εἰς πίσσαν ὠμὴν καὶ ἑφθήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 2, Πολύβ. 5. 89, 6, ἐν παραβολῇ πρὸς Ἱππ. 605. 35˙ ἡ ὠμὴ [[πίσσα]] ἐκαλεῖτο καὶ [[ὑγρά]], Διοσκ. 1. 94. ἡ δὲ ἑφθὴ ξηρὰ ἢ [[παλίμπισσα]], [[αὐτόθι]] 97˙ ― παροιμ., μελάντερον ἠΰτε [[πίσσα]] (ἴδε ἐν λ. ἠΰτε) Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, δηλ. λαμβάνει πεῖραν τῆς δυστυχίας, Δημ. 1215. 10, Θεόκρ. 14. 51.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />poix.<br />'''Étymologie:''' p. *πίτjα de [[πίτυς]] ; cf. <i>lat.</i> pix.
}}
}}