Anonymous

ἀμνήμων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμνήμων''': Δωρ. [[ἀμνάμων]], ον, γεν. ονος: - ὁ λησμονῶν, [[ἐπιλήσμων]], Πινδ. Ι. 7 (6). 24, Σοφ. Ἀποσπ. 780, Πλάτ.: τινὸς Αἰσχύλ. Θ. 606, Εὐρ. Ἡρ. Μ. 1397, Ἀντιφῶν 115. 29· ἰδίως ὁ [[ἐπιλήσμων]] εὐεργεσίας, [[ἀχάριστος]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 7, 1. 2) παθ. λησμονημένος, λησμονηθείς, μὴ μνημονευθείς, Εὐρ. Φοίν. 64: - Ἐπίρρ. -[[μόνως]], Κοσμᾶς Τοπογρ. ΙΙ. Ἀμνήμονες, οἱ, τὸ [[συμβούλιον]] τῶν 60 ἐν Κνίδῳ, Πλούτ. 2. 292Α.
|lstext='''ἀμνήμων''': Δωρ. [[ἀμνάμων]], ον, γεν. ονος: - ὁ λησμονῶν, [[ἐπιλήσμων]], Πινδ. Ι. 7 (6). 24, Σοφ. Ἀποσπ. 780, Πλάτ.: τινὸς Αἰσχύλ. Θ. 606, Εὐρ. Ἡρ. Μ. 1397, Ἀντιφῶν 115. 29· ἰδίως ὁ [[ἐπιλήσμων]] εὐεργεσίας, [[ἀχάριστος]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 7, 1. 2) παθ. λησμονημένος, λησμονηθείς, μὴ μνημονευθείς, Εὐρ. Φοίν. 64: - Ἐπίρρ. -[[μόνως]], Κοσμᾶς Τοπογρ. ΙΙ. Ἀμνήμονες, οἱ, τὸ [[συμβούλιον]] τῶν 60 ἐν Κνίδῳ, Πλούτ. 2. 292Α.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> oublieux de, gén.;<br /><b>2</b> ingrat.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μνήμη]].
}}
}}