3,274,216
edits
(6_8) |
(Bailly1_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πέταυρον''': ἢ [[πέτευρον]], τό, σανὶς ἐφ’ ἧς κοιμῶνται αἱ ὄρνιθες, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 667, Θεόκρ. 83. 13, ― ἀμφότεροι ἐν· τῷ τύπῳ [[πέτευρον]]· [[ἐντεῦθεν]] πᾶν [[ξύλον]], «κοντάρι» ἢ [[σανίς]], Λυκόφρ. 884. ΙΙ. ἐλαστική τις σανὶς ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κυβιστῶσι θαυματοποιοῖς καὶ σχοινοβάταις, Μανέθων 6. 444, Lucil. παρὰ Fest. Juvenal. 14. 265, κτλ.· ― [[καθόλου]], [[ἰκρίωμα]], Πολύβ. 8. 6, 8. ΙΙΙ. «[[εἶδος]] παγίδος» Ἡσύχ. (Ἴσως ἐκ τοῦ πέδαυρος, Αἰολ. ἀντὶ τοῦ [[μετέωρος]]), πρβλ. τὸ τῆς λαλουμένης [[πέταυρον]]. | |lstext='''πέταυρον''': ἢ [[πέτευρον]], τό, σανὶς ἐφ’ ἧς κοιμῶνται αἱ ὄρνιθες, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 667, Θεόκρ. 83. 13, ― ἀμφότεροι ἐν· τῷ τύπῳ [[πέτευρον]]· [[ἐντεῦθεν]] πᾶν [[ξύλον]], «κοντάρι» ἢ [[σανίς]], Λυκόφρ. 884. ΙΙ. ἐλαστική τις σανὶς ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κυβιστῶσι θαυματοποιοῖς καὶ σχοινοβάταις, Μανέθων 6. 444, Lucil. παρὰ Fest. Juvenal. 14. 265, κτλ.· ― [[καθόλου]], [[ἰκρίωμα]], Πολύβ. 8. 6, 8. ΙΙΙ. «[[εἶδος]] παγίδος» Ἡσύχ. (Ἴσως ἐκ τοῦ πέδαυρος, Αἰολ. ἀντὶ τοῦ [[μετέωρος]]), πρβλ. τὸ τῆς λαλουμένης [[πέταυρον]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />perche <i>ou</i> latte sur laquelle les poules se posent la nuit, perchoir, juchoir.<br />'''Étymologie:''' [[πετάννυμι]]. | |||
}} | }} |