Anonymous

παλίνσκιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλίνσκιος''': -ον, ὁ ὑποσκιαζόμενος ὑπ’ ἄλλου, [[σύσκιος]], [[σκοτεινός]], [[ζοφώδης]], Ἀρχίλ. 30, Σοφ. Ἀποσπ. 272, Ἰσαῖ. παρ’ Ἁρποκρ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30, 2, κτ.· [[παλίσκιος]] ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 6, Ὕμν. Ὁμ. 17. 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 1, κ. ἀλλ.· εἰς τὸ π. Μάξιμ. Τύρ. 5. 1.
|lstext='''πᾰλίνσκιος''': -ον, ὁ ὑποσκιαζόμενος ὑπ’ ἄλλου, [[σύσκιος]], [[σκοτεινός]], [[ζοφώδης]], Ἀρχίλ. 30, Σοφ. Ἀποσπ. 272, Ἰσαῖ. παρ’ Ἁρποκρ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30, 2, κτ.· [[παλίσκιος]] ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 6, Ὕμν. Ὁμ. 17. 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 1, κ. ἀλλ.· εἰς τὸ π. Μάξιμ. Τύρ. 5. 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> couvert d’une ombre épaisse;<br /><b>2</b> qui est tout à fait à l’ombre.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[σκιά]].
}}
}}