Anonymous

ῥίγιον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥίγιον''': συγκρ. οὐδέτ. ἐπίθετ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ [[ῥῖγος]], ψυχρότερον, παγερώτερον, [[ποτὶ]] ἕσπερα ῥ. ἔσται Ὀδ. Ρ. 191. ΙΙ. μεταφ. φοβερώτερον, οἰκτρότερον, τὸ οἱ καὶ ῥ. ἔσται Ἰλ. Α. 325, πρβλ. 563, Λ. 405˙ τὸ δὲ ῥ. ἔσται ... ἄλγεα πάσχειν Ὀδ. Υ. 220˙ κακῆς οὐ ῥ. [[ἄλλο]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 701˙ πρβλ. Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 7. - Τὸ ἀρσεν. ῥιγίων φαίνεται ὅτι δὲν ἀπαντᾷ.
|lstext='''ῥίγιον''': συγκρ. οὐδέτ. ἐπίθετ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ [[ῥῖγος]], ψυχρότερον, παγερώτερον, [[ποτὶ]] ἕσπερα ῥ. ἔσται Ὀδ. Ρ. 191. ΙΙ. μεταφ. φοβερώτερον, οἰκτρότερον, τὸ οἱ καὶ ῥ. ἔσται Ἰλ. Α. 325, πρβλ. 563, Λ. 405˙ τὸ δὲ ῥ. ἔσται ... ἄλγεα πάσχειν Ὀδ. Υ. 220˙ κακῆς οὐ ῥ. [[ἄλλο]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 701˙ πρβλ. Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 7. - Τὸ ἀρσεν. ῥιγίων φαίνεται ὅτι δὲν ἀπαντᾷ.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> plus froidement;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> d’une manière plus terrible, plus fâcheuse.<br />'''Étymologie:''' Cp. dérivé de [[ῥῖγος]] ; cf. [[ῥίγιστος]].
}}
}}