Anonymous

ἀφράδμων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφράδμων''': Ἀττ. [[ἀφράσμων]], ον, γεν. -ονος, = [[ἀφραδής]], μετ’ ἀπαρ., [[ἀφράδμων]] προγνώμεναι, μὴ ἔχων φρόνησιν [[ὥστε]] νὰ προΐδῃ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 257· γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1401, Σοφ. Ἀποσπ. 542. ― Ἐπίρρ. ἀφρασμόνως Αίσχύλ. Πέρσ. 417. Μόνον ποιητ.
|lstext='''ἀφράδμων''': Ἀττ. [[ἀφράσμων]], ον, γεν. -ονος, = [[ἀφραδής]], μετ’ ἀπαρ., [[ἀφράδμων]] προγνώμεναι, μὴ ἔχων φρόνησιν [[ὥστε]] νὰ προΐδῃ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 257· γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1401, Σοφ. Ἀποσπ. 542. ― Ἐπίρρ. ἀφρασμόνως Αίσχύλ. Πέρσ. 417. Μόνον ποιητ.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>c.</i> [[ἀφραδής]].
}}
}}