Anonymous

συνημερευτής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνημερευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ συνδιημερεύων τινί, καθημερινὸς [[σύντροφος]], Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 14.
|lstext='''συνημερευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ συνδιημερεύων τινί, καθημερινὸς [[σύντροφος]], Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 14.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compagnon avec qui l’on passe ses journées.<br />'''Étymologie:''' [[συνημερεύω]].
}}
}}