Anonymous

ἀνάσχεσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάσχεσις''': -εως, ἡ, (ἀνέχομαι) τὸ ἀνέχεσθαι, [[ἀνοχή]], [[καρτέρησις]], τῶν δεινῶν Πλουτ. Νουμ. 13. 2) ἀν. ἡλίου, ἡ ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου, Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 10· πρβλ. [[ἀνατολή]], [[ἀνοχή]].
|lstext='''ἀνάσχεσις''': -εως, ἡ, (ἀνέχομαι) τὸ ἀνέχεσθαι, [[ἀνοχή]], [[καρτέρησις]], τῶν δεινῶν Πλουτ. Νουμ. 13. 2) ἀν. ἡλίου, ἡ ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου, Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 10· πρβλ. [[ἀνατολή]], [[ἀνοχή]].
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> lever du soleil;<br /><b>2</b> suspension <i>ou</i> cessation (d’un fléau).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνέχω]].
}}
}}