Anonymous

ἀναθλίβω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναθλίβω''': [ῑ]: μέλλ. -ψω, [[θλίβω]], [[πιέζω]] ἰσχυρῶς, [[ἐξάγω]] τὸ ὑγρὸν διὰ τῆς πιέσεως, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 23., 9. 668· ἀναθλ. ῥεῑθρον εἰς κρήνην, [[ἀναγκάζω]] διὰ πιέσεως τὸ ῥεῑθρον νά ἀνέλθῃ, Στράβ. 173, πρβλ. 754.
|lstext='''ἀναθλίβω''': [ῑ]: μέλλ. -ψω, [[θλίβω]], [[πιέζω]] ἰσχυρῶς, [[ἐξάγω]] τὸ ὑγρὸν διὰ τῆς πιέσεως, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 23., 9. 668· ἀναθλ. ῥεῑθρον εἰς κρήνην, [[ἀναγκάζω]] διὰ πιέσεως τὸ ῥεῑθρον νά ἀνέλθῃ, Στράβ. 173, πρβλ. 754.
}}
{{bailly
|btext=presser fortement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[θλίβω]].
}}
}}