Anonymous

ποντιάς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποντιάς''': -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ [[πόντιος]], ἅλμα Πινδ. Ν. 4. 59· π. [[γέφυρα]], δηλ. ὁ [[ἰσθμός]], ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4. 34· π. [[αὔρα]] Εὐρ. Ἑκάβ. 444· [[χελώνη]] Κράτης Κωμ. ἐν «Σαμίοις» 1.
|lstext='''ποντιάς''': -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ [[πόντιος]], ἅλμα Πινδ. Ν. 4. 59· π. [[γέφυρα]], δηλ. ὁ [[ἰσθμός]], ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4. 34· π. [[αὔρα]] Εὐρ. Ἑκάβ. 444· [[χελώνη]] Κράτης Κωμ. ἐν «Σαμίοις» 1.
}}
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />de la mer, maritime.<br />'''Étymologie:''' [[πόντος]].
}}
}}