Anonymous

οἰνόληπτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰνόληπτος''': -ον, ὁ ὑπὸ οἴνου κατειλημμένος, μεμεθυσμένος, [[μέθυσος]], Πλούτ. 2. 4Β.
|lstext='''οἰνόληπτος''': -ον, ὁ ὑπὸ οἴνου κατειλημμένος, μεμεθυσμένος, [[μέθυσος]], Πλούτ. 2. 4Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />pris de vin.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[ληπτός]].
}}
}}