3,274,216
edits
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποφορά''': ἡ, ([[ἀποφέρω]]) ἀποκομιδὴ ἢ καταβολὴ φόρων, Ἡρόδ. 2. 109, Πλουτ. Θησ. 23, κτλ., [[κυρίως]] τὰ χρήματα [[ἅπερ]] οἱ μισθούμενοι εἰς ἄλλους δοῦλοι ἀπέφερον εἰς τὸν κύριον αὑτῶν, ἀποφορὰς πράττειν Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1.11· ἀποφορὰν κομίζεσθαι Ἀνδοκ. 6. 11 φέρειν Αἰσχίν. 14. 1, Μένανδ. ἐν «Ραπιζομένῃ» 6, Βοίκχ. Πολ. Οἰ. 1. 99: [[καθόλου]] εἰσόδημα, [[κέρδος]], ἐνοίκιον, ἀποφορὰν φέρειν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 22· τελεῖν Πλουτ. Ἀριστείδ. 24., Ἠθικ 2. 239D. II. τὸ ἀπό τινος πράγματος προερχόμενον, [[καπνός]], [[ὀσμή]], [[δυσωδία]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 10, Πλούτ. 2. 647F, κτλ. ΙΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ [[στέρησις]] Ἀριστ. Μεταφ. 8. 2, 3, πρβλ. Ἀλέξ. Ἀφρ. σ. 463.33. | |lstext='''ἀποφορά''': ἡ, ([[ἀποφέρω]]) ἀποκομιδὴ ἢ καταβολὴ φόρων, Ἡρόδ. 2. 109, Πλουτ. Θησ. 23, κτλ., [[κυρίως]] τὰ χρήματα [[ἅπερ]] οἱ μισθούμενοι εἰς ἄλλους δοῦλοι ἀπέφερον εἰς τὸν κύριον αὑτῶν, ἀποφορὰς πράττειν Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1.11· ἀποφορὰν κομίζεσθαι Ἀνδοκ. 6. 11 φέρειν Αἰσχίν. 14. 1, Μένανδ. ἐν «Ραπιζομένῃ» 6, Βοίκχ. Πολ. Οἰ. 1. 99: [[καθόλου]] εἰσόδημα, [[κέρδος]], ἐνοίκιον, ἀποφορὰν φέρειν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 22· τελεῖν Πλουτ. Ἀριστείδ. 24., Ἠθικ 2. 239D. II. τὸ ἀπό τινος πράγματος προερχόμενον, [[καπνός]], [[ὀσμή]], [[δυσωδία]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 10, Πλούτ. 2. 647F, κτλ. ΙΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ [[στέρησις]] Ἀριστ. Μεταφ. 8. 2, 3, πρβλ. Ἀλέξ. Ἀφρ. σ. 463.33. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> tribut, contribution;<br /><b>2</b> revenu, rente ; <i>particul.</i> produit d’un esclave, <i>càd</i> ce qu’il rapporte à son maître quand il travaille au dehors;<br /><b>II.</b> émanation, exhalaison.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποφέρω]]. | |||
}} | }} |