Anonymous

ἠμαθόεις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠμᾰθόεις''': εσσα, εν, Ἐπ. ἀντὶ ἀμ- ([[ἄμαθος]]), [[ἀμμώδης]], παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τῆς ἐν Ἤλιδι Πύλου, Πύλοιο ἠμαθόεντος, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. 360· [[ὥστε]] ἂν ἡ Πύλος εἶνε θηλ. (ὡς ἐν Ἀπολλοδ. 2. 7, 2). τὸ ἐπίθ. πρέπει νὰ θεωρηθῇ δικατάληκτον [[ἠμαθόεις]], -όεν. Ὁ Στράβ. (344) παράγει τὴν λέξ. ἐκ τοῦ ποταμοῦ Ἀμάθου, [[διότι]] ἡ Ἦλις δὲν [[εἶναι]] [[ἀμμώδης]], ἀλλ’ ἡ Πύλος δὲν ἀπεῖχε τῆς ἀκτῆς, καὶ τὸ ἐπίθ. ἀναφέρεται εἰς τοὺς ἀμμώδεις αὐτῆς τόπους, ἴδε Σχόλ. Ἰλ. Β. 77· [[ὡσαύτως]], ἠμαθόεσσα ἠιὼν Ἀπόλλ. Ρόδ. Α. 932.
|lstext='''ἠμᾰθόεις''': εσσα, εν, Ἐπ. ἀντὶ ἀμ- ([[ἄμαθος]]), [[ἀμμώδης]], παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τῆς ἐν Ἤλιδι Πύλου, Πύλοιο ἠμαθόεντος, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. 360· [[ὥστε]] ἂν ἡ Πύλος εἶνε θηλ. (ὡς ἐν Ἀπολλοδ. 2. 7, 2). τὸ ἐπίθ. πρέπει νὰ θεωρηθῇ δικατάληκτον [[ἠμαθόεις]], -όεν. Ὁ Στράβ. (344) παράγει τὴν λέξ. ἐκ τοῦ ποταμοῦ Ἀμάθου, [[διότι]] ἡ Ἦλις δὲν [[εἶναι]] [[ἀμμώδης]], ἀλλ’ ἡ Πύλος δὲν ἀπεῖχε τῆς ἀκτῆς, καὶ τὸ ἐπίθ. ἀναφέρεται εἰς τοὺς ἀμμώδεις αὐτῆς τόπους, ἴδε Σχόλ. Ἰλ. Β. 77· [[ὡσαύτως]], ἠμαθόεσσα ἠιὼν Ἀπόλλ. Ρόδ. Α. 932.
}}
{{bailly
|btext=όεσσα <i>ou</i> όεις, όεν;<br />sablonneux.<br />'''Étymologie:''' ion. p. *ἀμαθόεις de [[ἄμαθος]].
}}
}}