Anonymous

στεφανηπλόκος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στεφᾰνηπλόκος''': -ον, ὁ πλέκων στεφάνους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 1, Πλούτ. 2. 645F· [[ὡσαύτως]] στεφανοπλόκος, Παρμεν. παρ’ Ἀθην. 608Α· - ἀλλ’ ἐν ἅπασι τοῖς συνθέτοις τούτοις ὁ διὰ τοῦ η [[τύπος]] [[εἶναι]] ὁ ἄριστος, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 650.
|lstext='''στεφᾰνηπλόκος''': -ον, ὁ πλέκων στεφάνους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 1, Πλούτ. 2. 645F· [[ὡσαύτως]] στεφανοπλόκος, Παρμεν. παρ’ Ἀθην. 608Α· - ἀλλ’ ἐν ἅπασι τοῖς συνθέτοις τούτοις ὁ διὰ τοῦ η [[τύπος]] [[εἶναι]] ὁ ἄριστος, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 650.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tresse des couronnes.<br />'''Étymologie:''' [[στεφάνη]], [[πλέκω]].
}}
}}