Anonymous

ἑλκητήρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑλκητήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ χρησιμεύων πρὸς τὸ ἕλκειν, γεωργ. [[ἐργαλεῖον]], κτένας ἑλκητῆρας, κοινῶς «τσουγγράνες», Φανίας ἐν Ἀνθ. Π. 6. 297, 5.
|lstext='''ἑλκητήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ χρησιμεύων πρὸς τὸ ἕλκειν, γεωργ. [[ἐργαλεῖον]], κτένας ἑλκητῆρας, κοινῶς «τσουγγράνες», Φανίας ἐν Ἀνθ. Π. 6. 297, 5.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui tire, qui arrache.<br />'''Étymologie:''' [[ἑλκέω]].
}}
}}