3,270,341
edits
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρωματίζω''': ποιῶ τι ἀρωματῶδες δι’ ἀναμίξεως ἀρωμάτων, [[ἔνιοι]] κηρὸν ἢ [[στέαρ]] ἀρωματίσαντες συμμαλάσσουσιν Διοσκ. 1. 79, 2. 91, 1. 60· παθ. 2. 91. 2) ἔχω ἀρωματικὴν γεῦσιν ἢ ὀσμήν, τὴν [[ἄλλην]] ὕλην τὴν ἀρωματίζουσαν πολλὴν φέρει Διόδ. 2. 49· εὐωδίας ἀρωματιζούσης Πλούτ. 2. 623E· οὐδὲ τὴν ῥίζαν πικρὰν ἢ ἀρωματίζουσαν ἔχει Διοσκ. 1. 7. | |lstext='''ἀρωματίζω''': ποιῶ τι ἀρωματῶδες δι’ ἀναμίξεως ἀρωμάτων, [[ἔνιοι]] κηρὸν ἢ [[στέαρ]] ἀρωματίσαντες συμμαλάσσουσιν Διοσκ. 1. 79, 2. 91, 1. 60· παθ. 2. 91. 2) ἔχω ἀρωματικὴν γεῦσιν ἢ ὀσμήν, τὴν [[ἄλλην]] ὕλην τὴν ἀρωματίζουσαν πολλὴν φέρει Διόδ. 2. 49· εὐωδίας ἀρωματιζούσης Πλούτ. 2. 623E· οὐδὲ τὴν ῥίζαν πικρὰν ἢ ἀρωματίζουσαν ἔχει Διοσκ. 1. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=avoir une odeur aromatique.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρωμα]]. | |||
}} | }} |