3,274,917
edits
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψωμίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[κυρίως]] [[τρέφω]] ἐμβάλλων μικρὰ τεμάχια εἰς τὸ [[στόμα]], ὡς αἱ τροφοὶ τρέφουσι τὰ βρέφη, [[τρέφω]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 692, Λυσ. 19· ἢ τοὺς νοσοῦντας, Ἱππ. 1208D· ψ. ψωμίζειν Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 8. 3. 1· ψ. τὰ ὑπάρχοντα Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ’, 3· - Παθ., [[ἐπίσταμαι]] γάρ.., οἷς ψωμίζεται, μὲ τί «ψίχουλα» τρέφεται, Ἀριστοφ. Ἱππ. 715. | |lstext='''ψωμίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[κυρίως]] [[τρέφω]] ἐμβάλλων μικρὰ τεμάχια εἰς τὸ [[στόμα]], ὡς αἱ τροφοὶ τρέφουσι τὰ βρέφη, [[τρέφω]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 692, Λυσ. 19· ἢ τοὺς νοσοῦντας, Ἱππ. 1208D· ψ. ψωμίζειν Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 8. 3. 1· ψ. τὰ ὑπάρχοντα Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ’, 3· - Παθ., [[ἐπίσταμαι]] γάρ.., οἷς ψωμίζεται, μὲ τί «ψίχουλα» τρέφεται, Ἀριστοφ. Ἱππ. 715. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f. att.</i> ψωμιῶ;<br />mettre les morceaux dans la bouche, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ψωμός]]. | |||
}} | }} |