3,270,824
edits
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυρτίδᾰνον''': τό, [[φυτόν]] τι ὁμοιάζον πρὸς τὴν [[μύρτον]], Ἱππ. 603. 38. ΙΙ. [[ἐπίφυσις]] [[ἀνώμαλος]] καὶ [[ὀχθώδης]] περὶ τὸ τῆς μυρσίνης [[πρέμνον]], Διοσκ. 1. 156, Γαλην. ΙΙΙ. ὁ [[κόκκος]] τοῦ Περσικοῦ πεπέρεως, Ἱππ. 672. 15˙ [[ὡσαύτως]], ἕτερός τις [[καρπὸς]] Περσικὸς ἢ Ἰνδικὸς ἐν χρήσει ἀντὶ πεπέρεως, Γαλην. τ. 19, σ. 106, 5. | |lstext='''μυρτίδᾰνον''': τό, [[φυτόν]] τι ὁμοιάζον πρὸς τὴν [[μύρτον]], Ἱππ. 603. 38. ΙΙ. [[ἐπίφυσις]] [[ἀνώμαλος]] καὶ [[ὀχθώδης]] περὶ τὸ τῆς μυρσίνης [[πρέμνον]], Διοσκ. 1. 156, Γαλην. ΙΙΙ. ὁ [[κόκκος]] τοῦ Περσικοῦ πεπέρεως, Ἱππ. 672. 15˙ [[ὡσαύτως]], ἕτερός τις [[καρπὸς]] Περσικὸς ἢ Ἰνδικὸς ἐν χρήσει ἀντὶ πεπέρεως, Γαλην. τ. 19, σ. 106, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> sorte de plante semblable au myrte;<br /><b>2</b> excroissance parasite sur l’écorce du myrte;<br /><b>3</b> fruit du poivrier.<br />'''Étymologie:''' [[μύρτος]]. | |||
}} | }} |