Anonymous

φιλαναλωτής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλανᾱλωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ δαπανᾷ, ἄσωτος, [[μετὰ]] γεν. πράγματος, φ. ἀλλοτρίων δι’ ἐπιθυμίαν Πλάτ. Πολ. 548Β· εἴς τι Δίων Κ. 77. 9.
|lstext='''φῐλανᾱλωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ δαπανᾷ, ἄσωτος, [[μετὰ]] γεν. πράγματος, φ. ἀλλοτρίων δι’ ἐπιθυμίαν Πλάτ. Πολ. 548Β· εἴς τι Δίων Κ. 77. 9.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui aime la dépense, prodigue.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἀναλίσκω]].
}}
}}