Anonymous

πεφυκότως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεφῡκότως''': Ἐπίρρ. τοῦ φύω, (πέφυκα), κατὰ φύσιν, φύσει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πεπλασμένως]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 4.
|lstext='''πεφῡκότως''': Ἐπίρρ. τοῦ φύω, (πέφυκα), κατὰ φύσιν, φύσει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πεπλασμένως]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 4.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />par une aptitude naturelle, naturellement.<br />'''Étymologie:''' [[πέφυκα]].
}}
}}