Anonymous

ἰθυντήρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰθυντήρ''': ῑ, ῆρος, ὁ, ὁ ἰθύνων, ὁδηγῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 209, 1260, Ἀνθ. Π. 15. 21· ἰθ. [[πυρός]], δηλ. ὁ [[Ἥφαιστος]], Κόλουθ. 54. - [[κυβερνήτης]], [[ἀναμορφωτής]], Ἐπιγρ. Ἑλλ. 905· - ὡς ἐπίθετ., ἰθυντῆρι νόῳ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 17. 22.
|lstext='''ἰθυντήρ''': ῑ, ῆρος, ὁ, ὁ ἰθύνων, ὁδηγῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 209, 1260, Ἀνθ. Π. 15. 21· ἰθ. [[πυρός]], δηλ. ὁ [[Ἥφαιστος]], Κόλουθ. 54. - [[κυβερνήτης]], [[ἀναμορφωτής]], Ἐπιγρ. Ἑλλ. 905· - ὡς ἐπίθετ., ἰθυντῆρι νόῳ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 17. 22.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui dirige :<br /><b>I.</b> <i>subst.</i> <b>1</b> guide;<br /><b>2</b> régulateur, maître;<br /><b>3</b> pilote;<br /><b>II.</b> <i>adj.</i> qui dirige.<br />'''Étymologie:''' [[ἰθύνω]].
}}
}}