Anonymous

ἀγκοίνη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγκοίνη''': ἡ, ([[ἄγκος]]), ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἀγκάλη]], [[ἀγκών]], κεκαμμένος [[βραχίων]], ἐν χρήσει μόνον κατὰ πληθ. Ζηνός... ἐν ἀγκοίνῃσιν ἰαύεις, Ἰλ. Ξ. 213, Ὀδ. Λ. 261 κτλ. ΙΙ. μεταφ., πᾶν ὅ,τι στενῶς περιβάλλει τι, ἐν χθονὸς ἀγκοίναις... μητριάσιν, Ἀνθ. Π. 9, 398, Ὀππ. Ἁλ. 3. 34.
|lstext='''ἀγκοίνη''': ἡ, ([[ἄγκος]]), ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἀγκάλη]], [[ἀγκών]], κεκαμμένος [[βραχίων]], ἐν χρήσει μόνον κατὰ πληθ. Ζηνός... ἐν ἀγκοίνῃσιν ἰαύεις, Ἰλ. Ξ. 213, Ὀδ. Λ. 261 κτλ. ΙΙ. μεταφ., πᾶν ὅ,τι στενῶς περιβάλλει τι, ἐν χθονὸς ἀγκοίναις... μητριάσιν, Ἀνθ. Π. 9, 398, Ὀππ. Ἁλ. 3. 34.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[ἄγκοινα]].
}}
}}