Anonymous

ἀήσσητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀήσσητος''': Ἀττ. [[ἀήττητος]], ον, [[ἀνίκητος]], μὴ ἡττηθείς, Θουκ. 6. 70. Λυσ. 914, ἐν τέλ., Δημ. 309, 17. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ νικήσῃ, Πλάτ. Πολ. 375Β.
|lstext='''ἀήσσητος''': Ἀττ. [[ἀήττητος]], ον, [[ἀνίκητος]], μὴ ἡττηθείς, Θουκ. 6. 70. Λυσ. 914, ἐν τέλ., Δημ. 309, 17. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ νικήσῃ, Πλάτ. Πολ. 375Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>att.</i> [[ἀήττητος]];<br /><b>1</b> non vaincu;<br /><b>2</b> invincible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, ἡσσάομαι.
}}
}}