3,276,903
edits
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄδραστος''': Ἰων. [[ἄδρηστος]], ον, ([[διδράσκω]]) ὁ μὴ ἀποδιδράσκων, ὁ μὴ διατεθειμένος ν’ ἀποδράσῃ, ἐπὶ δούλων, Ἡροδ. 4. 142: ― ἐν Ἰλιάδ. μόνον ὡς κύρ. [[ὄνομα]]. ΙΙ. παθ. = ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, Δίων Χρ. πρβλ. [[Ἀδράστεια]]. | |lstext='''ἄδραστος''': Ἰων. [[ἄδρηστος]], ον, ([[διδράσκω]]) ὁ μὴ ἀποδιδράσκων, ὁ μὴ διατεθειμένος ν’ ἀποδράσῃ, ἐπὶ δούλων, Ἡροδ. 4. 142: ― ἐν Ἰλιάδ. μόνον ὡς κύρ. [[ὄνομα]]. ΙΙ. παθ. = ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, Δίων Χρ. πρβλ. [[Ἀδράστεια]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui ne cherche pas à fuir.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διδράσκω]]. | |||
}} | }} |