Anonymous

ἀπολάμπω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολάμπω''': μελλ. -ψω, [[ἐκπέμπω]] λάμψιν, [[λάμπω]], αἰχμῆς ἀπέλαμπ’ εὐήκεος (δηλ. φῶς) Ἰλ. Χ. 319, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρ. 1009· ἀστὴρ δ’ ὣς ἀπέλαμπεν Ἰλ. Ζ. 295, Ὀδ. Ο. 108: ― Μέσ., [[χάρις]] ἀπελάμπετο, ἐξέλαμπεν ἀπ. αὐτῆς, Ἰλ. Ξ. 183, πρβλ. Ὀδ. Σ. 298· χρυσοῦ ἀπολάμπεται, λάμπει ἐκ χρυσοῦ, Λουκ. π. Οἴκου 8· ἀστραπὴν Καλλίστρ. 895.
|lstext='''ἀπολάμπω''': μελλ. -ψω, [[ἐκπέμπω]] λάμψιν, [[λάμπω]], αἰχμῆς ἀπέλαμπ’ εὐήκεος (δηλ. φῶς) Ἰλ. Χ. 319, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρ. 1009· ἀστὴρ δ’ ὣς ἀπέλαμπεν Ἰλ. Ζ. 295, Ὀδ. Ο. 108: ― Μέσ., [[χάρις]] ἀπελάμπετο, ἐξέλαμπεν ἀπ. αὐτῆς, Ἰλ. Ξ. 183, πρβλ. Ὀδ. Σ. 298· χρυσοῦ ἀπολάμπεται, λάμπει ἐκ χρυσοῦ, Λουκ. π. Οἴκου 8· ἀστραπὴν Καλλίστρ. 895.
}}
{{bailly
|btext=briller, resplendir ; • <i>impers.</i> αἰχμῆς ἀπέλαμπε IL la lumière jaillissait de sa lance;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπολάμπομαι briller.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λάμπω]].
}}
}}